Έχοντας ήδη αναφερθεί σε γενικές γραμμές στο θέμα (άρθρο Α. Οικονόμου), οφείλουμε να τονίσουμε εν πρώτοις πως το σχέδιο δεν ήταν σε καμία περίπτωση αριστερό, αλλά μάλλον φιλελεύθερο – αφού δεν προέβλεπε το λογιστικό έλεγχο των δημοσίων χρεών αποδεχόμενο το ύψος τους ως είχε χωρίς καμία ονομαστική διαγραφή, απέβλεπε στη μείωση των φόρων για όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους, ενέκρινε τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν είχε πρόθεση κρατικοποίησης των τραπεζών, δεν αναφερόταν πουθενά η (ιδιωτική) Τράπεζα της Ελλάδας κοκ.
Με εξαίρεση τώρα το σημείο 6 (μεταβίβαση των μετοχών στην ΕΕ!), ήταν θετικό για την Ελλάδα – εξαιρετικά δύσκολο όμως στην επίτευξη του, εάν όχι απίθανο. Το μεγάλο πρόβλημα ευρίσκεται κατά την άποψη μας στην εφαρμογή και εκτέλεση του – πόσο μάλλον από μία τόσο άπειρη και ανεπαρκή κυβέρνηση, η οποία δεν διέθετε σχεδόν κανένα στέλεχος που να ήταν σε θέση να λειτουργήσει αποτελεσματικά, κάτω από τέτοιου είδους «ασφυκτικές» συνθήκες (κάτι που όφειλε να γνωρίζει τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο υπουργός οικονομικών του).
Εκτός αυτού, όφειλε να τεθεί αμέσως ενώπιον των δανειστών, της Γερμανίας δηλαδή, ή δυνατόν την επόμενη ημέρα της σύστασης της κυβέρνησης, χωρίς καμία απολύτως καθυστέρηση – ενώ οι Πολίτες θα έπρεπε να είναι ενημερωμένοι, ιδίως για τους κινδύνους που συνεπαγόταν, αφού χωρίς την αμέριστη στήριξη τους δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί τίποτα.
Φυσικά οι τράπεζες όφειλαν να είναι οχυρωμένες και το παράλληλο σύστημα πληρωμών θα έπρεπε να είναι έτοιμο να λειτουργήσει αμέσως – ενώ όφειλαν να αναβληθούν οι πληρωμές των ομολόγων προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ (όλες εκτός των ομολόγων αγγλικού δικαίου), έτσι ώστε να μην αδειάσουν τα δημόσια ταμεία, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της ατελείωτης διαπραγμάτευσης. Κανένας άλλωστε δεν μπορούσε να μας διώξει από τη νομισματική ένωση αφού δεν προβλέπεται από τις συνθήκες, ούτε να μας απαγορεύσει τη χρεοκοπία εντός του ευρώ – πόσο μάλλον όταν η πρόταση σε γενικές γραμμές ήταν αρκετά μετριοπαθής, συντηρητική και έντιμη.
Με απλά λόγια, ο μοναδικός τρόπος για να είχε κάποια πιθανότητα επιτυχίας η εφαρμογή του σχεδίου, θα ήταν ένας «αστραπιαίος πόλεμος» κατά το παράδειγμα της Γερμανίας το 2ο ΠΠ, από μία ετοιμοπόλεμη κυβέρνηση, καθώς επίσης από έναν ετοιμοπόλεμο λαό – με όλα όσα ρίσκα συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αφού η έκβαση μίας μάχης δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί.
Πηγή
Υπάρχει ακόμη και στο βιβλίο μία κατά τη γνώμη μου υπερβάλλουσα αισιοδοξία για την πιθανή επιτυχία του plan B, που περιελάμβανε, όπως είπαμε, το σύστημα παράλληλων πληρωμών και το κούρεμα των ομολόγων της Ε.Κ.Τ. Το 2015 είχαμε δει μια παρόμοια αισιοδοξία στη διαπραγματευτική ομάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., που φαίνεται να θεωρούσε ότι είχαν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες λόγους να φτάσουν σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία γιατί αλλιώς θα έχαναν και αυτοί. Στο βιβλίο η αισιοδοξία είναι συγκριτικά κάπως πιο μετριασμένη, αναγνωρίζεται δηλαδή το ενδεχόμενο της έκβασης του Grexit.
Ένα δεύτερο σημείο κριτικής θα ήταν ότι πιστεύω ότι εφόσον το βιβλίο στρέφεται ακριβώς γύρω από την «ενηλικίωση», ο ελληνικός λαός θα βοηθείτο αν μάθαινε με τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια το περιεχόμενο του plan X, όσο και ποιες θα ήταν οι πρακτικές συνέπειες ενός Grexit.
Η εμφάνιση Βαρουφάκη με τα ακριβά και καλόγουστα (κατά τη γνώμη μου) outfits ήταν περισσότερο ο αντικομφορμισμός του πλούσιου, που είναι αντισυμβατικός γιατί μπορεί, γιατί το στηρίζει με μια πληθώρα χαρακτηριστικών, όπως το κοινωνικό επίπεδο και η μόρφωση. Κάτι τέτοιο σαφώς διαφεύγει από τη στρατηγική της μετριοπάθειας, που υποτίθεται ότι είχε η διαπραγμάτευσή μας, καθώς η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να είναι μόνο, αλλά και να φαίνεται μετριοπαθής.
Υπάρχει και ένα θέμα γενικότερο από την εμφάνιση. Η ίδια η λογική των απομνημονευμάτων του Γ.Β. είναι ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος διαλέγεται με τις ελίτ έχοντας εμπιστοσύνη στην περίφημη διαλεκτική του δεινότητα και προσπαθεί να τις πείσει ότι είναι και για το δικό τους συμφέρον, που χρειάζεται να προβούν σε μια βιώσιμη συμφωνία. Η μεταιχμιακή θέση του Γ.Β. μεταξύ των insiders και των outsiders αντιστοιχεί και σε μία μεθοριακή θέση μεταξύ των ελίτ και του λαού, όντας εντέλει σύμβουλος και των δύο. Αυτό είναι και που ονομάσαμε «προμηθεϊκό» ρόλο, δηλαδή αφενός τη διάχυση της αποκάλυψης της πληροφορίας στον λαό, αλλά αφετέρου και τη διαμεσολάβηση των λαϊκών αιτημάτων στις ελίτ
Πηγή