Μία εξαιρετικής περιγραφής εικόνα του Μπουλγκάκοφ από τη δεκαετία του 1930, περισσότερο εύγλωττη από 100 Καστοριάδηδες για το πρόβλημα του σοβιετικού πειράματος. Να σημειώσω ότι η εν λόγω περφόρμανς είναι ένα από τα πολλά περιστατικά που αποδίδονται στον σατανά και την ακολουθία του στη καθημερινή ζωή της Μόσχας. Ο Φάγκοτ και η γυναίκα με την ουλή είναι στην ακολουθία του, ενώ η σκηνή του θεάτρου ο τόπος της παράστασης- ψευδαίσθησης:
«Ας ανοίξουμε ένα γυναικείο κατάστημα…»
Κι αμέσως η μισή σκηνή σκεπάστηκε από περσικά χαλιά, εμφανίστηκαν κάτι τεράστιοι καθρέφτες, φωτισμένοι στα πλάγια από κάτι πράσινα μακρουλά φώτα, και ανάμεσα στους καθρέφτες μερικές προθήκες όπου οι θεατές, με χαρούμενη έκπληξη, είδαν μια συλλογή από παριζιάνικα φουστάνια σ’ όλα τα χρώματα και τα σχέδια. Σε άλλες βιτρίνες ξεπρόβαλλαν εκατοντάδες γυναικεία καπέλα, με φτερά και δίχως φτερά, με αγκράφες και χωρίς αγκράφες, εκατοντάδες ζευγάρια γόβες: μαύρες, άσπρες, κίτρινες, από δέρμα, πολύχρωμες, από σουέτ, με αγκράφες, με στρας. Δίπλα στα παπούτσια υπήρχαν ανοιχτές κασετίνες όπου, τρεμοπαίζοντας στο φως, λάμπανε κρυστάλλινα μπουκαλάκια με γυναικεία αρώματα. Βουνά από τσάντες, από δέρμα αντιλόπης, από καστόρι, από μετάξι, και δίπλα τους ολόκληροι σωροί από επίχρυσες μακρουλές θήκες με κοκκινάδι των χειλιών.
Εμφανίστηκε τότε μία κοπέλα με πυρόξανθα μαλλιά- ένας διάολος ξέρει από πού ξεπρόβαλε- φορώντας ένα μαύρο βραδινό φόρεμα. Την ομορφιά της τη χάλαγε μόνο μία απίθανη ουλή στο λαιμό της. Χαμογελούσε δίπλα στις βιτρίνες με ύφος ιδιοκτήτριας.
[…] Και τότε έσπασε ο πάγος κι άρχισαν να ορμάνε στη σκηνή γυναίκες απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Μέσα σε γενικό σαματά, γελάκια κι αναστεναγμούς, ξεχώρισε μία αντρική φωνή- «Δε σου το επιτρέπω!»- και μια γυναικεία που έλεγε: «Σατράπη, μικροαστέ! Μη μου στραμπουλάς το χέρι!». Οι γυναίκες χάνονταν πίσω από ένα παραβάν, άφηναν εκεί τα παλιά τους φορέματα και παρουσιάζονταν με τα καινούργια. Μια σειρά από γυναίκες κάθονταν σε κάτι σκαμνάκια με επιχρυσωμένα πόδια και, χτυπώντας τα πόδια όλο ενεργητικότητα στο χαλί, δοκίμαζαν τα καινούργια τους παπούτσια. Ο Φαγκότ πεσμένος στα γόνατα τις βοηθούσε μ’ ένα κόκκαλο των παπουτσιών, ο γάτος λύγιζε από το βάρος, μεταφέροντας σωρούς από τσάντες και παπούτσια, και πηγαινοέρχονταν από τις βιτρίνες στα σκαμνιά, η κοπέλα με τον παραμορφωμένο λαιμό μια εμφανιζόταν, μια χανόταν, παίρνοντας τόσο σοβαρά το ρόλο της, που έφτασε στο σημείο να μιλάει μόνο στα γαλλικά, και το περίεργο ήταν πως την καταλάβαιναν περίφημα οι γυναίκες, ακόμα κι εκείνες που δεν γνώριζαν λέξη γαλλικά.
[…] Όσες γυναίκες είχαν καθυστερήσει ανέβαιναν ακόμα στη σκηνή, ενώ ένας χείμαρρος από ευτυχισμένες γυναίκες με φορέματα χορού, με πιτζάμες με δράκοντες, με σικ απογευματινά ταγέρ και καπελάκια στραβά βαλμένα, που σκέπαζαν το ένα τους φρύδι, ξεχύνονταν απ’ τη σκηνή στην πλατεία. Τότε ο Φαγκότ ανάγγειλε πως επειδή η ώρα ήταν προχωρημένη, το κατάστημα θα έκλεινε ως αύριο το βράδυ, σ’ ένα λεπτό ακριβώς. Τότε ξέσπασε στη σκηνή μια απερίγραπτη φασαρία. Οι γυναίκες άρον άρον, χωρίς καν να δοκιμάζουν, αρπάζανε τα παπούτσια. Μια γυναίκα τρύπωσε σαν θύελλα πίσω από τις κουρτίνες, πέταξε το ταγέρ της και βούτηξε το πρώτο που βρέθηκε μπροστά της: μια μεταξωτή ρόμπα με τεράστια λουλούδια κι εκτός απ’ αυτό πρόλαβε να σουφρώσει δύο μπουκαλάκια με αρώματα.
Μετά από ένα λεπτό ακριβώς αντήχησε ένας πυροβολισμός και μεμιάς οι καθρέφτες εξαφανίστηκαν, η γη κατάπιε τις βιτρίνες και τα σκαμνιά, το χαλί έλιωσε στον αέρα όπως και η κουρτίνα. Τελευταίος εξαφανίστηκε ο πανύψηλος σωρός απ’ τα παπούτσια και η σκηνή έμεινε πάλι άδεια και γυμνή.
Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα, τόμος Α΄, μετάφραση Τίνα Καραγεώργη, Γιούρι Γιαννακόπουλος, Θεμέλιο, 219-222