Le règne et la gloire (σελ.253-55)
G.Agamben
Το ότι η αγγελολογία συνιστά, άνευ ετέρου, μια θεωρία τής εξουσίας — το ότι, δηλαδή, ο άγγελος αποτελεί την κατ’ εξοχήν προσωποποίηση τής διακυβέρνησης τού κόσμου — απορρέει ήδη σαφώς από το γεγονός ότι οι χαρακτηριστικές ονομασίες με τις οποίες είναι γνωστοί οι άγγελοι ταυτίζονται μ’ εκείνες των εγκόσμιων εξουσιών: ἀρχαὶ, ἐξουσίαι, κυριότητες (σε λατινική μετάφραση,principatus, potestates, dominationes). Αυτό είναι εμφανές στα κείμενα τού Παύλου: στις επιστολές του δεν είναι πάντα εύκολη η διάκριση των ονομάτων των αγγέλων από τις αναφορές στις επίγειες εξουσίες. Εξάλλου, το σχήμα ἓν διὰ δυοῖν «ἀρχαὶ καὶ ἐξουσίαι» είναι έκφραση που χρησιμοποιούνταν ευρέως στα ελληνικά τής εποχής για να δηλώσει την εξουσία των θνητών — για παράδειγμα, στο Ευαγγέλιο κατά Λουκάν (12:11), αναφέρεται ότι οι μαθητές τού Ιησού θα οδηγηθούν στις συναγωγές «ενώπιον των αρχών και εξουσιών» [ἐπὶ…τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας]· ενώ στην επιστολή τού Παύλου προς τον Τίτο (3:1), ο απόστολος κάνει τη σύσταση στα μέλη τής κοινότητας «να υποτάσσονται στις αρχές και στις εξουσίες» [ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθαι]. Ομοίως στην επιστολή προς τους Κολασσαείς (21:5), όπου προφανώς γίνεται λόγος για τη λατρεία των αγγέλων, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν οι «αρχές και οι εξουσίες» επί των οποίων ο μεσσίας θριάμβευσε πάνω στο σταυρό είναι αγγελικές ή ανθρώπινες· ενώ ακόμα και το περίφημο απόσπασμα από την προς Κορινθίους επιστολή (1 Κορινθίους 15:24), το οποίο αναφέρεται στην κατάργηση από τον μεσσία «κάθε αρχής και κάθε εξουσίας και δύναμης», όταν αυτός παραδώσει τη βασιλεία στον Θεό [καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν], μπορεί να παραπέμπει εξίσου στις επίγειες εξουσίες όσο και στους αγγέλους. Και ναι μεν σε άλλα εδάφια οι συγκεκριμένοι όροι παραπέμπουν αναμφίβολα στις αγγελικές δυνάμεις, πλην όμως αυτές δεν παύουν να αντιμετωπίζονται ως αμφιλεγόμενες δαιμονικές δυνάμεις. Έτσι η προς Εφεσίους επιστολή, η οποία αρχίζει με τη λαμπρή εικόνα τού ανεστημένου μεσσία, τον οποίο ο Θεός κάθισε στα δεξιά του «πιο πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, και δύναμη και κυριότητα» [ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος] (Εφεσίους, 1:21), κλείνει κάνοντας πάλι αναφορά στους αγγέλους οι οποίοι όμως τώρα χαρακτηρίζονται ως «κοσμοκράτορες τού σκότους τούτου»: «[Η] πάλη μας δεν είναι ενάντια σε αίμα και σάρκα, αλλά ενάντια στις αρχές, ενάντια στις εξουσίες, ενάντια στους κοσμοκράτορες τού σκότους τούτου τού αιώνα, ενάντια στα πνεύματα τής πονηρίας στα επουράνια» [οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις] (Εφεσίους, 6:12).
Ωστόσο, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια βαθύτερη και εντονότερη σύγχυση μεταξύ αγγέλων και επίγειων εξουσιών, η οποία αποδίδεται, βασικά, στο γεγονός ότι οι άγγελοι ως προσωποποιήσεις τής θεϊκής διακυβέρνησης τού κόσμου ταυτίζονται άμεσα με τους «άρχοντες τούτου τού αιώνα» (1 Κορινθίους 2:6). Επομένως, στον Παύλο, είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ επίγειων και αγγελικών εξουσιών λόγω τού ότι τόσο οι μεν όσο και οι δε εκπορεύονται από τον Θεό. Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να τροποποιηθεί και η ερμηνεία τού περίφημου χωρίου τής προς Ρωμαίους επιστολής που αναφέρεται στη θεϊκή προέλευση κάθε εξουσίας — «δεν υπάρχει εξουσία, παρά μονάχα από τον Θεό» [οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ] (Ρωμαίους 13:1,5). Πράγματι, η αγγελολογία τού Παύλου είναι αλληλένδετη με την κριτική του εναντίον τού νόμου και τής εξουσίας η οποία θεμελιώνεται σε αυτόν: τόσο ο νόμος — που «τέθηκε σε ισχύ μέσω των αγγέλων» [δι’ ἀγγέλων διαταγεὶς/λαληθεὶς] (Γαλάτες 3:19· δες, Εβραίους 2:2) — όσο και η ίδια η εξουσία δόθηκαν «εξαιτίας των παραβάσεων» [τῶν παραβάσεων χάριν] και ο ερχομός τού μεσσία θα σημάνει την αναστολή τους. Κανένας «άγγελος», καμία «αρχή» δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει από τον «Ιησού Χριστό τον Κύριό μας» (Ρωμαίους 8:38-39), αφού «ακόμα και οι άγγελοι θα κριθούν από εμάς» [οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν] (1 Κορινθίους 6:3). Όπως επισημαίνει και ο Τζόρτζ Μπ. Κέαρντ, η αμφισημία που χαρακτηρίζει τις αγγελικές δυνάμεις, τον νόμο και εν γένει κάθε είδους εξουσία εντοπίζεται στην προβολή τής αξίωσης απόλυτης αυθεντίας σε σχέση με ό,τι έχει θεσμοθετηθεί μόνον προσωρινώς και μόνον εξαιτίας τής αμαρτίας.
Με την αποθέωσή του στα πλαίσια ενός αυτονομημένου θρησκευτικού συστήματος ο νόμος αποκτά δαιμονικό χαρακτήρα. Η διάβρωση τού νόμου είναι συνέπεια τής αμαρτίας και πιο συγκεκριμένα τής αμαρτίας τής αυτοθεμελίωσης. […] Κάθε μορφή νομικισμού έχει την έννοια τής αυτοκατάφασης, πρόκειται για ακόμη μία υπέρμετρη αξίωση αυτοτελούς θεμελίωσης τής δικαιοσύνης, λες και μπορούμε να σωθούμε μόνοι μας αποκλειστικά και μόνον μέσω των ηθικών και πνευματικών μας πράξεων (Κέαρντ, σελ.41)
Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, αυτή η δαιμονική ριζοσπαστικοποίηση τού νόμου και των αγγελικών στρατιών αποτελεί και μία από τις υποστάσεις τής θεϊκής οργής και δικαιοσύνης, που στη γλώσσα των καββαλιστών θα αποκαλούνταν Din (αναλγησία) και που στον Παύλο περιγράφεται ως «θυμὸς καὶ ὀργή» (Ρωμαίους 2:5-8). Ως έμβλημα τής θεϊκής εξουσίας διακυβέρνησης τού κόσμου οι άγγελοι αντιπροσωπεύουν επίσης τη σκοτεινή και δαιμονική πλευρά τού Θεού, που ως τέτοια είναι απλώς αδύνατο να εξαλειφθεί.
Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει, λοιπόν, να ερμηνευτεί ο παυλικός μεσσιανισμός. Θα έλεγα μάλιστα ότι πρόκειται για μια διορθωτική παρέμβαση αναφορικά με την δαιμονική υπερτροφία των αγγελικών και ανθρώπινων εξουσιών. Ο μεσσίας απενεργοποιεί και θέτει σε αχρησία (καταργέω — καθιστώ αργό, θέτω σε αχρησία, και όχι απλώς «καταστρέφω» ή «καταλύω» — είναι ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιεί ο Παύλος για να εκφράσει τη σχέση ανάμεσα στον μεσσία και στις αγγελικές και ανθρώπινες εξουσίες) τόσο τον νόμο όσο και τους αγγέλους και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τους συμφιλιώνει με τον Θεό (διαβάζουμε έτσι στην επιστολή προς Κολοσσαείς (1:15-20) ότι δια μέσου τού μεσσία κτίστηκαν τα πάντα, «ακόμα και οι θρόνοι, οι κυριότητες, οι αρχές και οι εξουσίες», και ότι ο μεσσίας είναι εκείνος δια μέσου τού οποίου θα συμφιλιωθούν τελικά με τον Θεό).[1]
Και εδώ είναι φανερή η συνάφεια ανάμεσα στον μεσσιανισμό και στο μοτίβο τού νόμου που δεν είναι πλέον αντικείμενο εφαρμογής, αλλά αντικείμενο μελέτης — μοτίβο που στα μυθιστορήματα και στις νουβέλες τού Κάφκα εμφανίζεται παράλληλα με αυτό των αγγέλων-λειτουργών σε διαρκή απραξία. Το έσχατο και ένδοξο τέλος τόσο τού νόμου όσο και των αγγελικών και κοσμικών εξουσιών έγκειται στην απενεργοποίηση και στην περιέλευσή τους σε αχρησία.[2]
[1] [ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι … καὶ δι’ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν]
[2] Για τα αποσπάσματα από την Κ.Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε (με μικρές τροποποιήσεις) η μετάφραση τού Σ.Φίλου.