Καταλήψεις στην χώρα της παρακμής

katalipsi_arthro

Οι καταλήψεις είναι απαράδεκτες άμα τις κάνει ο Ρουβίκωνας και τα Κνιτοειδή που εισβάλλουν στο γραφείο του Γαβρόγλου, δεν είναι όμως όταν γίνονται για τις Πρέσπες. Οι χουλιγκανισμοί του δρόμου είναι απαράδεκτοι όταν γίνονται από αναρχικούς μπαχαλάκηδες, όχι όμως από αγανακτισμένους για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μάλιστα, μονά ζυγά= μονόζυγα! Η κριτική ανάλυση της νεοελληνικής κοινωνίας είναι επιπέδου δεκαετίας του 80 και Μπουγιουκλάκη- τουλάχιστον αυτός είχε και μεγαλύτερη πλάκα! Κάπως έτσι λειτουργούν και οι σφοδροί κατήγοροι της παγκοσμιοποίησης και των Βρυξελλών της Γερμανίας, που κατά τα άλλα και καταναλώνουν, και παρασιτούν, και περιμένουν το κόμμα τους να τους σώσει. Δεν είναι να απορεί κανείς πως ο Τσίπρας έκανε το δημοψήφισμα. Κάτι ήξερε καλύτερα!

Αριστερός εθνικισμός

142175-f36999d4daf180cb34f55f76939beccd_l

Λόγου χάριν, πολλοί από αυτούς που έβαλαν αντιεθνικιστικώς εναντίον του Θεοδωράκη- είτε αριστεροί είτε αναρχικοί- υποστηρίζουν παράλληλα τον ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ και τον Άρη Βελουχιώτη. Τους διαφεύγει ότι ο ΕΛΑΣ υπήρξε ένα μόρφωμα εθνικιστικό, όπως, άλλωστε, και το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής Αριστεράς στην Ελλάδα [..] Αρκεί μια ματιά στον περίφημο «Λόγο της Λαμίας», ο οποίος αναπαράγει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο όλα τα κλισέ του νεοελληνικού εθνικισμού και, ως προς το θεωρητικό του σχήμα, ελάχιστα διαφέρει από την ιδεολογία της 4ης Αυγούστου: εθνική συνέχεια, φυλετική αντίληψη του Έθνους, στήριξη στην Εκκλησία κ.ο.κ, [από το Editorial του Προτάγματος, τ. 11, Νοέμβρης 2018]

Η συζήτηση, προφανώς, δεν είναι αν δέχεται και ασπάζεται κανείς τα περί εθνικής συνέχειας και φυλετικής ακολουθίας. Αυτό είναι μία ειδική κουβέντα, η οποία θέλει τη δική της προσοχή και επιστημονική ακρίβεια. Οπότε τα περί συνέχειας του Λόγου της Λαμίας με τα αφηγήματα της 4ης Αυγούστου είναι ιστορικά «ναι μεν αλλά». Και τελικά, είναι θέμα a priori παραδοχών. Όμως ότι ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ ήταν εθνικιστικά μορφώματα, επειδή «τόλμησαν» τι; Να επικαλεσθούν την Επανάσταση του 21 και το αλβανικό έπος; Ας το δεχθούμε. Η ταξική και κοινωνική ανάλυση χωρίς το εθνικό έρεισμα, μετεωρίζεται επικίνδυνα και καταλήγει σε περίεργες γερμανικές ατραπούς! Είναι σίγουρο ότι το εθνικό αφήγημα χωρίς την ταξικότητα είναι έωλο. Είναι όμως εξίσου σίγουρο ότι μόνη η ταξική κριτική και ανάλυση- όσο σωστή και αν είναι- δεν έχει έδαφος, παρά μόνο όταν όλα τα έθνη- κράτη καταργηθούν (που θα έλεγε και ο Π. Κονδύλης). Μέχρι τότε, ο ακτιβιστικός πασιφισμός του ενός θα είναι ο δούρειος ίππος του άλλου. Δεν είμαστε ακόμα όλοι παγκόσμιο προλεταριάτο, όσο και να το θέλουν οι οπαδοί των ανοιχτών συνόρων. Είναι άλλο πράγμα να τα «χώνει» κανείς στην εθνικιστική μασκαράτα και κιτσαριό ή να παραδέχεται ότι ποτέ η Δεξιά στην Ελλάδα δεν είχε ένα αμιγώς αστικό ακροατήριο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), και άλλο να βγάζεις εθνικιστές τους ΕΛΑΣίτες. Ακόμα και οι Αρχειομαρξιστές στα Δεκεμβριανά κατήγγειλαν τα στραβά μάτια του ΚΚΕ προς τους Άγγλους, σε μία βάση όχι μόνο κεφαλαιοκρατίας αλλά και σε μία βάση ρεαλισμού, γεωπολιτικού και συσχετισμού δυνάμεων. Χρειάζεται, λοιπόν, μεγαλύτερη διάκριση.

H Aνάληψη του Αλεξάνδρου

αρχείο λήψης

[ψηφιδωτό δάπεδο του καθεδρικού ναού του Οτράντο]

Ο Αλέξανδρος, διηγούνταν οι ποιητές, είχε αιχμαλωτίσει δύο φτερωτούς γρύπες τους οποίους άφησε νηστικούς για τρεις ημέρες. Την τρίτη μέρα, τούς έζεψε σε έναν ζυγό από τον οποίον αιωρούνταν ένας θρόνος. Ο βασιλέας κάθισε επάνω του και ύψωσε ένα μακρύ κοντάρι στην άκρη του οποίου κρέμασε το συκώτι ενός ζώου. Οι πεινασμένοι γύπες πέταξαν ψηλά για ν’ αρπάξουν την τροφή, και ανέβασαν έτσι τον βασιλιά στον ουρανό· δεν ακούμπησαν ποτέ τη λεία τους και έτσι ο Αλέξανδρος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και θα έφτανε στον έβδομο ουρανό αν δεν συναντούσε ένα πνεύμα που τον διέταξε να κατέβει και πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους: «Γιατί, τού είπε, θέλεις να γνωρίσεις τα πράγματα του ουρανού όταν αγνοείς τα πράγματα της γης;»

Πηγή: K. Παπαϊωάννου, «Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου», περ. Άρδην, τ. 113/2018, 37-38. 

 

Πόσο Έλληνας;

9f711f67fa43a3dba5fdcbdde63ae3db--alexander-the-great-british-library

«Ωστόσο, ένα παράξενο απόσπασμα από το Βίο του Αλεξάνδρου του Πλούταρχου έχει συγκεντρώσει την προσοχή των μελετητών, καθώς φαίνεται να υπονοεί ότι η ταύτιση του Αλεξάνδρου με την ελληνική κουλτούρα συνεπαγόταν μια ρήξη με τη μακεδονική του ταυτότητα. Περιγράφοντας τη διαβόητη αντιδικία των μεθυσμένων φίλων, Αλέξανδρου και Κλείτου, ο Πλούταρχος βάζει τον Αλέξανδρο να λέει ενώπιον δύο Ελλήνων:

ὑμῖν οἱ Ἑλληνες έν τοῖς Μακεδόσιν ὥσπερ ἐν θηρίοις ἡμίθεοι περιπατεῖν; (51.2)

Αυτή η φράση ερμηνεύτηκε από κάποιους ιστορικούς σαν μια στιγμή κατά την οποία ο Αλέξανδρος αποκηρύσσει τη μακεδονική του καταγωγή, προτιμώντας την ελληνική κουλτούρα, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο ίδιος είχε συνείδηση του σοβαρού πολιτιστικού χάσματος μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων. Ωστόσο, έπειτα από μια προσεκτικότερη ανάλυση είναι προφανές ότι το απόσπασμα αυτό εκφράζει αυστηρά τις απόψεις του ίδιου του Πλουτάρχου για τις αξίες που χαρακτήριζαν τον Αλέξανδρο ως Έλληνα. Δεν θα πρέπει να θεωρείται ως μια αντικειμενική, ιστορική δήλωση που έκανε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το χωρίο δεν επαναλαμβάνεται από κανέναν άλλον ‘ιστορικό του Αλεξάνδρου’. Όπως λέει ο κλασικιστής Τιμ Γουϊτμαρς (Tim Whitmarsh), για τον Πλούταρχο, το να είναι κανείς Έλληνας σημαίνει να σκέπτεται και, κυρίως να πράττει μ’ έναν ηθικό τρόπο. Ο Γουϊτμαρς επιπρόσθετα σημειώνει ότι η εξιστόρηση του Πλουτάρχου είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε ν’ αξιολογεί τα ελληνικά χαρακτηριστικά του Αλεξάνδρου με βάση τα υποκειμενικά φιλοσοφικά ιδεώδη του συγγραφέα. Εδώ, η πάλη ανάμεσα στο μέτρο και την υπερβολή διερευνάται από τον Πλούταρχο ως κεντρικό στοιχείο της προσωπικότητας του Αλεξάνδρου. Μπορούμε να κατανοήσουμε πως ένα περιστατικό σαν το συμπόσιο παρείχε στον Πλούταρχο την ιδανική βάση για να κρίνει τον Αλέξανδρο σύμφωνα με τα δικά του κλασικά πρότυπα περί ελληνικότητας. Ενώ οι Έλληνες που συμμετείχαν στο συμπόσιο έπρεπε να δείξουν εγκράτεια, καλούς τρόπους και σεβασμό, το μακεδονικό συμπόσιο όπου συμμετέχουν ο Αλέξανδρος και ο Κλείτος, είναι μία σύναξη άγριας κρασοκατάνυξης, καβγάδων, γενικευμένου χάους- που θα καταλήξει σε φόνο […]

Πηγή: Alexanter Harmantas, Η εθνική ταυτότητα των αρχαίων Μακεδόνων. Ο πανελληνισμός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η εθνική του αυτο- αντίληψη, στο περ. Άρδην, 113 (2018), 32-33. 

O σύγχρονος άθεος

220px-Stonehenge,_Salisbury_retouched

Η εξαχρείωση της καθημερινότητας που παρατηρούμε σε τόσους τομείς της ζωής μας, από την υποβάθμιση της πολιτικής σε εξαγορά ψήφων και παροχές υποσχέσεων επιπέδου Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι τους εθνικούς και ακτιβιστικούς τσαμπουκάδες των δρόμων (μαύρους και μαυροκόκκινους), έχει ως κοινή και βασική συνισταμένη έναν συνδυασμό απόλυτης αδιαφορίας μαζί με μνησικακία προς κάθε τι διαφορετικό. Το συναντάς στους χώρους εργασίας, αλλά και…στούς σύγχρονους άθεους, που δεν ενδιαφέρονται να απαντήσουν σε κανένα σοβαρό ερώτημα, ούτε επιδιώκουν μία επιστημονική ή φιλοσοφική αμφισβήτηση του Θεού. Τους είναι αδιάφορες οι συζητήσεις, και μόνο η απώλεια κάποιων δικών τους λειτουργεί κάπως και τους κάνει να «πιστεύουν», βέβαια μόνο προσωρινά και πρόσκαιρα.

Γιατί ν΄απορεί ο Raoul Löbbert, Der moderne Heide will nicht diskutieren…? (Die Zeit, Nr 47/ November 2018, s. 62)

Ο νέος Προφητισμός

O νέος Προφητισμός [μέρος έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Πρόταγμα, τεύχος 11/ Νοέμβριος 2018]

25446467_1955538271365895_1844559782770654325_n

Παλαιότερα άκουγε κανείς να λένε ότι κάθε εποχή έχει τους Προφήτες της. Ήταν εποχές που ακόμα υπήρχαν οι αναφορές σε βιβλικά αρχέτυπα, μολονότι η αποχριστιανοποίηση είχε ήδη αρχίσει. Η περίπτωση του Μυρέ (Philippe Muray, 1945-2006) είναι μία επαναφορά αυτών των επικλήσεων, έστω και αν στο κείμενο που έλαβα υπόψη μου[1] δεν υπάρχει σχεδόν καμία ευθεία αναφορά στα καταστατικά κείμενα του ιουδαιο-χριστιανισμού. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, στην εποχή μας και σε μία χώρα όπως η Γαλλία, στην οποία ο «λαϊκός χαρακτήρας» του κράτους είναι συνήθως υπόθεση και της λογοτεχνικής παραγωγής.

Από την άλλη πλευρά, δεν είμαι πολύ σίγουρος αν ο Oswald Spengler γράφοντας το 1922, σε μία εποχή εισόδου των μαζών στην Ιστορία, μπορεί περισσότερο να διεκδικήσει τον τίτλο του Προφήτη. Οι διαπιστώσεις του παρεξηγημένου διανοητή δεν είναι άμοιρες (αυτού που ονομάζω) Προφητισμού, και μοιάζουν πολύ με αυτές του Γάλλου Μυρέ. Ο άνθρωπος δεν είναι μη ιστορικός, χωρίς ιστορία, μόνο πριν από τη γένεση ενός πνευματικού πολιτισμού, αλλά γίνεται πάλι μη ιστορικός μόλις σχηματισθεί πλήρως και λάβει την οριστική μορφή του ένας τεχνικός πολιτισμός, οπότε η ζωντανή εξέλιξη του πνευματικού πολιτισμού φθάνει στο τέλος της και οι τελευταίες δυνατότητες για μια ύπαρξη με νόημα εξαντλούνται[2].

Τι είναι όμως αυτό που συνδέει τις δύο αυτές μορφές, μετά από σχεδόν ένα αιώνα; Τι στοιχειώνει την σκέψη τους; Είναι σαφές ότι ως γνήσιοι εκπρόσωποι ενός (νέου) Προφητισμού, τους απασχολεί το τέλος της Ιστορίας, όπως αυτό βιώνεται στο παρόν. Δεν επαγγέλλονται το εσχατολογικό τέλος της Ιστορίας, αλλά ήδη, εδώ και τώρα, διαπιστώνουν αυτό το τέλος, ως παρακμή και αποσύνθεση ο ένας και ως ειρωνική αυτοκριτική ο άλλος: με αφετηρία επιθέσεις στους δίδυμους πύργους το 2001, ο Μυρέ «παίζει με την ιδέα» ότι οι ισλαμιστές τρομοκράτες θέλουν με τις πράξεις τους να επαναφέρουν την Ιστορία σε έναν πολιτισμό- που έχει φθάσει στο τέλος του, κατά Spengler-, και που είναι βαθύτατα αλλεργικός στην Ιστορία, την στιγμή που βγήκατε τότε από τα τρίσβαθα της ιστορίας σας, η οποία αγνοεί σταθερά όχι μόνο την πραγματική Ιστορία αλλά και το γεγονός ότι η Ιστορία έχει πλέον τελειώσει[3]. Οι ισλαμιστές που επιτίθενται στη Δύση και στα προϊόντα της, επαναφέρουν μία αίσθηση πραγματικότητας, που είναι «ξένη» στα θύματά τους, και φυσικά το θέμα δεν είναι η καταλήστευση και εκμετάλλευση του αναπτυσσόμενου κόσμου ή οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και οι πρόσφυγες των κλιματικών αλλαγών. Χωρίς να το γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι, ή, το πολύ πολύ, από ζήλια, οι ισλαμιστές επιτίθενται στο τέλος της Ιστορίας που τους απειλεί και τους θέλγει: το πρόβλημα των μουσουλμάνων, είπε, είναι ότι ο παράδεισος που τους υποσχέθηκε ο προφήτης υπήρχε ήδη εδώ πέρα. Υπήρχαν μέρη σ’ αυτή τη γη όπου κορίτσια διαθέσιμα και λάγνα χόρευαν για την απόλαυση των αντρών, όπου μπορούσες να μεθύσεις με νέκταρ ακούγοντας θείες μουσικές· υπήρχαν καμιά εικοσαριά μαγαζιά σε ακτίνα εκατό μέτρων από το ξενοδοχείο[4].

Ολοένα και περισσότερο παρουσιάζεται η ουτοπία πραγματοποιημένη ως δυστοπία ενός τέλους της Ιστορίας με διάφορα χαρακτηριστικά: η Ιστορία υποχωρεί και μας αφήνει μόνο μία γυμνή επιτάχυνση[5], ο μόνος σεβασμός έχει να κάνει με την χαρά, το μόνο που μας έχει μείνει να κραδαίνουμε ως προσωπικό θησαυρό, ως το ίδιον μας, και, βέβαια, είναι προφανές πως δεν πρόκειται κι ούτε ποτέ θα πρόκειται για «πραγματική» χαρά..εξάλλου, αν επρόκειτο για «πραγματική» χαρά, δεν θα υπήρχε λόγος να τη σεβόμαστε[6], σε μία τέτοια κατάσταση, όπου επιχειρείται η πραγμάτωση της αθανασίας, αλήθεια γιατί να χρειαζόμαστε τη μνήμη και την αίσθηση της θνητότητας, η οποία μαζί με τη γεννητικότητα συνιστούν την αληθινή ζωή;[7]

Στην δυστοπία που καταγγέλλει ο νέος Προφητισμός, ο άνθρωπος δεν είναι κομμάτι της φύσης, την έχει υπερβεί, ακόμα και αν κάποιοι δυστροπούν για τη σύγχρονη τάση ταπεινότητας, που ήθελε να αποτεφρώνονται και να σκορπούν τις στάχτες τους στη φύση…Κι όσο περισσότερο το σκεφτόταν του φαινόταν ασεβές, παρόλο που δεν πίστευε στον Θεό, του φαινόταν μάλλον κατά κάποιον τρόπο ανθρωπολογικά ασεβές να σκορπίζουν τις στάχτες ενός ανθρώπινου όντος στα λιβάδια…Το ανθρώπινο όν είναι μία συνείδηση, μοναδική, ατομική και αναντικατάστατη και γι’ αυτό και της αξίζει ένα μνημείο, μια στήλη, τουλάχιστον μία επιγραφή[8]. Δεν απαιτείται κανένα σημείο μνήμης, διότι πρέπει να κυριαρχεί η λήθη, η οποία κυριαρχεί μέσω της ανάγκης για συνεχή ανανέωση και αξιοποιήσεις: χρειαζόμαστε χαμένους χώρους, χώρους που θα έπρεπε να κατεδαφίζουμε δίχως σταματημό, να δημιουργούμε κενούς και νεκρούς χώρους· τόπους που εμπνέουν, ελεύθερες ζώνες, αναξιοποίητους χώρους, δίκτυα συνέργειας και πρωτεϊκής ευαισθησίας τόπους αντιστροφής, χώρους- προσχέδια, χώρους αναδιατύπωσης και ανακατασκευής και πάνω απ’ όλα πειραματισμό[9].

Ζούμε την πραγματοποιηθείσα φαντασίωση ενός δικτυωμένου- πάντα χαρούμενου- κόσμου, που έχει επιλέξει να μισεί το παρελθόν, να λατρεύει φανατικά τη νεότητα, και να απωθεί με μανία το κακό της Ιστορίας, την αρνητική και βίαιη όψη της. Είναι ένας κόσμος Πελαγιανισμού[10], που στηρίζεται στην ανέμελη κατανάλωση. Κατανάλωση εικόνων πιο πολύ και από πραγμάτων. Ακόμη και οι θρηνωδίες στα χαλάσματα των δίδυμων πύργων ότι η Ιστορία επανεμφανίστηκε με το σκοτεινό της πρόσωπο, είναι μία ακόμη υπεκφυγή: όπως ο τοξικομανής που νομίζει ότι τον κυνηγάνε και αισθάνεται απειλή αν τον στραβοκοιτάξει κάποιος, έτσι και οι διανοούμενοι ανακαλύπτουν και πάλι το Γεγονός[11], συνηθισμένοι στην εικονική ζωή.

Στο τέλος της Ιστορίας κυριαρχεί η απόλυτη ελευθερία, κατανάλωση, χαρά, λήθη, ανανέωση (με όποια σειρά θέλει κανείς) δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς μία «ακομπλεξάριστη» ελευθερία: στο απόλυτα φιλελεύθερο σεξουαλικό σύστημα, ορισμένοι ζουν μία συναρπαστική ερωτική ζωή γεμάτη ποικιλία· άλλοι περιορίζονται στον αυνανισμό και στη μοναξιά. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι η επέκταση του πεδίου της πάλης, η επέκταση του σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις[12].

Η απόλυτη ελευθερία ως ανεμπόδιστη επιλογή κατανάλωσης και χαράς, δεν είναι απλά και μόνο μία θωπεία κατώτερων ενστίκτων, ακριβώς για να μπορεί το άτομο να καταναλώνει και να προάγει τον καπιταλισμό. Τα πράγματα είναι κάπως πιο σοβαρά και ίσως πιο εφιαλτικά. Η ανθρωπότητα όφειλε να εξαφανιστεί· η ανθρωπότητα όφειλε να παραχωρήσει τη θέση της σ’ ένα καινούργιο είδος, ασεξουαλικό και αθάνατο, που θα είχε υπερβεί την ατομικότητα, το διαχωρισμό και το πεπρωμένο[13]. Υπάρχει ένα βιοθεωρητικό υπόβαθρο, που θυμίζει κατά πολύ την παλιά αίρεση του 3ου αιώνα μ. Χ., των «Εγκρατιτών», που ήθελαν να «μποϊκοτάρουν» την σεξουαλικότητα μέσω της αποχής, με σκοπό να διακόψουν- μια και καλή- τη δουλεία της αλυσίδας της ανθρώπινης κατάστασης, αυτής της αλυσίδας που ξεκινά από τη σύλληψη στη μήτρα και καταλήγει αναπόφευκτα στον θάνατο και στον τάφο, στερώντας από την ατομικότητα την αθανασία[14].

Πάλι σε μία περίοδο έντονου οικουμενισμού, όταν ο πνευματικός πολιτισμός της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας παρακμάζει, κατά τρόπο και πάλι «σπενγλεριανό» (Oswald Spengler, όπως πιο πάνω) κυριαρχεί ως βιοθεωρητικό υπόστρωμα μία αντίληψη υπέρβασης της φθοράς και της αδυναμίας της ανθρωπότητας, έξω από την «πόλη» και τις κοσμικές, καθημερινές λειτουργίες της. Ο Χριστιανισμός θα κληρονομήσει αυτή την αντίληψη, αλλά θα κατορθώσει να την επεξεργασθεί με τέτοιο τρόπο που τελικά θα αποφύγει τη φαντασίωση του εδώ και τώρα τέλους της Ιστορίας. Η εκκλησία που θα κυριαρχήσει στον Χριστιανισμό, θα είναι η έμπρακτη και βιωματική άρνηση αυτού που καταγγέλλει ο νέος Προφητισμός του Μυρέ, εσείς έχετε την Ούμμα σας, τη μυστική συλλογικότητα που αφήνει άναυδους τους αρθρογράφους μας, συνηθισμένοι καθώς είναι να μας βλέπουν να σηκωνόμαστε όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού κυρίως μπροστά στα γιαουρτάκια της Danone παρά στον Αλλάχ. Είχαμε, βέβαια, κάποτε κι εμείς την Θεία Κοινωνία, αλλά πλέον αποτελεί μόνο μία παμπάλαια ανάμνηση[15].

Όμως, η σταδιακή, χρονοβόρα, ασθμαίνουσα, ταλαιπωρημένη, «ανάμιξη» της χριστιανικής εκκλησίας με τον κόσμο (από ένα σημείο και μετά ως Κυρίαρχη και καταπιεστική), για την προετοιμασία του έσχατου Τέλους, το οποίο όμως έχει ήδη εμφανισθεί στο ιστορικό παρελθόν με τον Χριστό, η διαλεκτική παρόντος και μέλλοντος, «ναυάγησε» στο χριστιανικό συνειδησιακό, με αποτέλεσμα η ηθική κρίση, η ίδια η ατομικότητα δεν ήταν έννοιες που κατανοούσαν πλήρως οι άνθρωποι της ρωμανικής εποχής, και ένιωθα κι εγώ την ατομικότητά μου να αποσυντίθεται στις ονειροπολήσεις μου..Η Παρθένος περίμενε στη σκιά, , ήρεμη και αειθαλής. Είχε την αρχοντιά, είχε τη δύναμη, σιγά- σιγά όμως ένιωθα ότι έχανα την επαφή, ότι απομακρυνόταν στον χώρο και τους αιώνες, ενώ εγώ συρρικνωμένος, περιορισμένος, πατικιωνόμουν στο στασίδι μου[16], οπότε η υποταγή είναι το απόγειο της ανθρώπινης ευτυχίας, μία υποταγή που αναμένει αυτούς που δυσφορούν και επαναστατούν κατά της δυστοπίας του τέλους της Ιστορίας.

Η αδιαφορία είναι πλέον η βασική συνιστώσα αυτού του τέλους. Σε αυτή την ψυχολογία οριακά και μόνο μπορεί να ανταποκριθεί η καταστροφή, η καταστροφή είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να κερδίσει την πραγματική μας ευμένεια[17]. Η αδιαφορία ξεφεύγει από την ψυχολογία και τείνει να μετατραπεί στο τέλος της Ιστορίας του διαδικτυωμένου κόσμου σε οντολογική κατηγορία. Η ψυχρότητα και η αδιαφορία που δείχνουμε προς τον κόσμο, και που λογίζεται σε εμάς ως σκληρότητα και ελάττωμα χαρακτήρα, συχνά δεν είναι παρά μία εξάντληση του πνεύματος. Σε αυτή την κατάσταση, οι άλλοι είναι για εμάς, όπως και εμείς για τους εαυτούς μας, το ίδιο ανιαροί και άυλοι[18].

Εάν κάποιος έχει βιβλικές προκείμενες στην σκέψη του, όλα αυτά θα του φαίνονταν αρκετά οικεία. Ίσως σε αυτό να οφείλεται και ο χαρακτηρισμός των πιο πάνω μορφών ως εκπροσώπων ενός (νέου) Προφητισμού. Η παλαιοδιαθηκική «πώρωση»[19] είναι μία προφητική μομφή, που ακριβώς περιγράφει τη διαστρέβλωση της αντιληπτικής πραγματικότητας, η οποία οδηγεί σε απώλεια της αίσθησης του Πραγματικού. Η «πώρωση» πλήττει το κέντρο του βιβλικού ανθρωπολογικού «συστήματος», την καρδιά, και για αυτό οι συνέπειες της είναι σχεδόν αμετάκλητες. Σύμφωνα με την θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης δεν θα μπορούσε παρά να προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό, με σκοπό την προώθηση του θείου του σχεδίου- νύξη από τον Μυρέ με αρκετή ειρωνεία για την απάντηση της Δύσης στις τρομοκρατικές επιθέσεις μέσω στρατιωτικών χτυπημάτων, το μόνο που εμείς αναζητούμε είναι να επιταχύνουμε την εξαφάνιση όσων αναχρονιστικών υπολειμμάτων ενδεχομένως επιβιώνουν ακόμη εδώ κι εκεί…προκειμένου να φέρουμε την ανθρωπότητα στο πέρας και την ολοκλήρωση της αναπόφευκτης ιστορικής της εξέλιξης[20] . Το παγκόσμιο σύστημα αισθάνεται τόσο δυνατό που στη θέση του ίδιου του Θεού προωθεί της εξελίξεις μέσω της «ετερογονίας των σκοπών». Μόνο που οι φαντασιώσεις συνεχίζονται, καθώς η «πώρωση» ήταν το μοιραία και αναπόφευκτο αντίτιμο της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Το παγκόσμιο σύστημα καταλαμβάνει έναν θρόνο που δεν υπάρχει.

Πραγματικά, δεν ξέρουν τι ακούνε, τι καταλαβαίνουν και τι βλέπουν, και είπε· πορεύθητι και ειπόν τω λαώ τούτω· ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε· επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσίν αυτών βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι, και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς[21] (Ησαϊας, 6,9-10). Η «πώρωση» είναι κάτι χειρότερο από την κακία. Ο Μυρέ το αναφέρει, στην πραγματικότητα, ωστόσο, στόχος μας είναι ακριβώς η εξάλειψη της ασωτίας, στο πλαίσιο της γενικότερης επιδίωξής μας να εξαφανίσουμε κάθε ετερότητα, προσηλυτίζοντας όλες τις επαρχίες της Γης σε μία θετικότητα δίχως εναλλακτικές κι οδούς διαφυγής[22].

Και επειδή είναι πολυσυλλεκτική, θα απορριφθεί στο αληθινό τέλος της Ιστορίας, οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός εί ούτε ζεστός· όφελον ψυχρός ης ή ζεστός, Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματος μου (Αποκάλυψη, 3,15-16)[23]. Το τέλος της Ιστορίας είναι εδώ, όμως είναι εδώ ως δυστοπία. Είναι η δυστοπία μίας ψευδαίσθησης, μίας φαντασίωσης, τούτο δε γίνωσκε, ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί. Έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι (Β’ Επιστολή προς Τιμόθεο, 3, 1-4)[24].

Ξεκίνησα με τον Oswald Spengler. Κλείνω με τον Σταυρόγκιν στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Αυτός ο ευγενικός Πρίγκιπας που δεν έχει βάψει ποτέ τα χέρια του με αίμα, περιγράφει μία ιεροσυλία πρώτης βαθμίδας. Ήταν τότε που η πλήξη μου ήταν τόση, που θα μπορούσα να κρεμαστώ…είχα φτάσει στο σημείο να θέλω να βάλω δυναμίτη στις τέσσερις γωνιές της γης και να την τινάξω στον αέρα- όμως και αυτό ακόμα μου φαινόταν πως δεν άξιζε τον κόπο[25].  Και συνεχίζει,  στο δρόμο φανταζόμουνα τον εαυτό μου να τη σκοτώνω και να τη διαφθείρω. Το μίσος μου γινόταν ιδιαίτερα έντονο σαν θυμόμουν το χαμόγελο της: η περιφρόνηση μου ανακατευόταν με απεριόριστη σιχασιά[26].

Παραδέχεται ότι είχε χάσει την αίσθηση του καλού και του κακού, ήταν σαν αυτές οι δύο ηθικές κατηγορίες να μην υπήρχαν καθόλου: ένα αίσθημα ευτυχίας, άγνωστο ως τα τότε για μένα, διαπέρασε την καρδιά μου, τόσο που πόνεσε….Ξαφνικά, αυτός ο λεκές πήρε σχήμα και, εντελώς απρόοπτα, είδα καθαρά μία μικρή κόκκινη αράχνη[27]. Η εναγώνια προσπάθεια του Σταυρόγκιν να σοκάρει με την αδιαφορία που επιδεικνύει, πέφτει στο κενό. Ο  (μοναχός) Tύχων του λέει, έχει κανείς την εντύπωση πως πασκίζετε από πρόθεση να παραστήσετε τον εαυτό σας χειρότερο απ’ ό,τι θα το θελε η καρδιά σας[28]. Ο Πρίγκιπας εξεγείρεται, καθώς καταλαβαίνει ότι είναι μπροστά σε κάποιον που σκανδαλίζεται εύκολα, δεν «παίζει» με τις νόρμες της καθημερινότητας. Είναι και αυτός, ενδεχομένως, το ίδιο αβυσσαλέος. Ο καλόγερος του προτείνει σαν εξιλέωση να πάει σε μοναστήρι. Δεν ακούμε ούτε για καταδίκες ούτε για κατεδάφιση του κόσμου από τον απαξιωτικό μηδενισμό, θέλετε να πείτε πως σας είναι πιο βολικό να τους μισήσετε παρά να δεχτείτε τον οίκτο τους;[29]

Η δραματική σκηνή οδηγείται στην κορύφωση της. Ο αμετανόητος Σταυρόγκιν επιζητεί μέχρι τέλους το παγκόσμιο μίσος και αντί αυτού ακούει τα αντίθετα από τον μοναχό, στην αρχή ο κόσμος θα εκφράσει την φρίκη του– με την δημοσίευση της εξομολόγησης- θα’ ναι όμως μία φρίκη πλαστή, απλώς και μόνο για να κρατηθούν τα προσχήματα. Δε μιλάω για τις αγνές ψυχές. Αυτές θα φρίξουν κατά μόνας και θα κατηγορήσουν τον εαυτό τους, δε θα τις προσέξει όμως κανένας, γιατί δε θα πουν λέξη. Οι άλλοι, οι ανθρωπάκηδες, φοβούνται μονάχα εκείνο που απειλεί άμεσα τα συμφέροντα τους. Μετά την πρώτη κατάπληξη και την πλαστή φρίκη, θ’ αρχίσουν σύντομα να γελάνε. Θα δείξουν περιέργεια γι’ αυτόν τον τρελό- γι’ αυτόν που’ ναι αρκετά υπεύθυνος για τις πράξεις του ώστε να τους δίνει το δικαίωμα να χαμογελάνε κοροϊδευτικά για λογαριασμό του..[30].

Τι έχουμε εδώ; Ο συνεπής νιτσεϊστής Σταυρόγκιν εισπράττει αντεστραμμένο νιτσεϊσμό από τον καλόγερο. Αποδεικνύεται ότι ο κόσμος, ο στόχος του κακού, είναι ήδη τόσο κακός, που μόνο να γελάει μπορεί μ’ αυτά τα περιστατικά. Η κοινοτοπία του κακού το ακυρώνει μέσα από την κοροϊδία και την περιέργεια. Καταραμένε ψυχολόγε!- έκοψε ξαφνικά τη συζήτηση μ’ έναν παροξυσμό θυμού και, χωρίς να κοιτάξει πίσω του, βγήκε απ’ το κελί[31].

[1] Πρόκειται για το Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, του Φιλίπ Μυρέ (τίτλος πρωτοτύπου: Philipe Muray, Chers djihadistes…, Mille et une nuits, department de la Librairie Arthème Fayard, 2002), σε μετάφραση Ν. Μάλλιαρη, από τις εκδόσεις Μάγμα, 2017.

[2] Oswald Spengler, Η παρακμή της Δύσης. Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας. 2ος τόμος: Κοσμοϊστορικές προοπτικές, σ. 66, σε μετάφραση Λ. Αναγνώστου, από τις εκδόσεις Τυπωθήτω- Γιώργος Δαρδανός, 2004 (τίτλος πρωτοτύπου: Oswald Spengler, Der Untergang des Abendlandes. Umrisse einer Morphologie der Weltgeschichte. Zweiter Band, Welthistorische Perspektiven, 1922).

[3] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 36.

[4] Μισέλ Ουελμπέκ, Πλατφόρμα, (Κ. Κατσουλάρης μετ.), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 20023 (τίτλος πρωτοτύπου: Michel Houellebecq, Platforme, 2001), σ. 324.

[5] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 43.

[6] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 47.

[7] Φρ. Νταμούρ, Μακάριοι οι θνητοί, γιατί είναι ακόμα ζωντανοί. Δεκατρείς επιστολές στους ιδρυτές της Google Larry Page και Sergey Brin, (N. Μάλλιαρης μετ.), εκδόσεις Μάγμα, 2018, (τίτλος πρωτοτύπου: Franck Damour, Heureux les mortels, car ils sont vivants.., Editions de Corlevour, 2016), σσ. 19εξ.

[8] Μισέλ Ουελμπέκ, Ο χάρτης και η επικράτεια, (Λ. Σιπητάνου μετ.), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011 (τίτλος πρωτοτύπου: Michel Houellebecq, La carte et le territoire, 2010), σ. 312.

[9] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σσ. 76-77.

[10] Και ως προς αυτό, να που για μία φορά θα μπορέσουμε να βασιστούμε σε ορισμένα χαρακτηριστικά της θρησκείας σας, όπως για παράδειγμα η έλλειψη προπατορικού αμαρτήματος, προκειμένου να προχωρήσουμε περαιτέρω προς αυτή τη σωτήρια κατεύθυνση, Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 40, – είναι σαφές ότι η έλλειψη προπατορικού αμαρτήματος, προοίμιο και θεμελίωση χαράς, αφορά τόσο στην αίρεση του Πελαγιανισμού όσο και στο Ισλάμ.

[11] Με την ευκαιρία αυτή, προκαλέσατε την εμφάνιση αυτού που εμείς φανταζόμασταν πως είχαμε δια παντός εξαφανίσει: του γεγονότος. Έστω και φευγαλέα, μας συνέβη μια αληθινή ιστορία, δηλαδή κάτι που δεν υπάρχει ή κάτι που θα έπρεπε να μη μπορεί πια να συμβαίνει, δεδομένου πως έχουμε εμπιστευθεί την κατασκευή γεγονότων στους αντίστοιχους επαγγελματίες- στους οργανωτές εκδηλώσεων, Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 71. Η αναφορά στα Γεγονότα των τρομοκρατικών επιθέσεων.

[12] Μισέλ Ουελμπέκ, Η επέκταση του πεδίου της πάλης, (Α. Εμμανουήλ μετ.), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 20052 (τίτλος πρωτοτύπου: Michel Houellebecq, Extension du doma;ine de la lute, 1994), σ. 128.

[13] Μισέλ Ουελμπέκ, Τα στοιχειώδη σωματίδια, (Α. Εμμανουήλ μετ.), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 20023 (τίτλος πρωτοτύπου: Michel Houellebecq, Les particules élémentaires, 1998), σ. 409.

[14] Peter Brown, The Body and the Society. Men and Women and sexual renunciation in early Christianity, Faber and Faber, London, Boston, 1989, p. 99.

[15] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 76.

[16] Μισέλ Ουελμπέκ, Υποταγή, (Λ. Σιπητάνου), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, (τίτλος πρωτοτύπου: Michel Houellebecq, Soumission. 2015), σσ. 172. 175.

[17] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 73.

[18] Friedrich Nietzsche, Human, All-Too-Human. A Book for Free Spirits, (Paul V. Cohn transl.), Part II, The Wanderer and his Shadow, 299, New York, The MacMillan Company, 1913, [προσβάσιμο στην ηλεκτρονική σελίδα, http://www.gutenberg.org/files/37841/37841-pdf.pdf?session_id=ce1b7e539b7cf34583e3e23b49c0e7a3892ddaa2 ]

[19] Στα γερμανικά, η λέξη Verstockung έχει τη σημασιολογική απόχρωση «γίνομαι πείσμων», υπονοεί την εσωτερική ψυχική αντίσταση απέναντι στην καλύτερη επίγνωση των πραγμάτων. Στη χριστιανική Δογματική, και αυτό είναι πολύ σημαντικό για το θέμα μας, προέκυψε απ’ αυτήν το δόγμα του απόλυτου προορισμού, όπως το πρέσβευαν κατά κύριο λόγο ο Αυγουστίνος και μεταγενέστερα ο Καλβίνος. Σύμφωνα με αυτό, ο Θεός, με μία εκ των προτέρων απόφαση προορίζει τους ακόμη αγέννητους ανθρώπους είτε για την πίστη και την αιώνια σωτηρία είτε για την απιστία και την κόλαση- θεολογική επεξεργασία της εμπειρικής διαπίστωσης του πόσο είναι εδραιωμένες οι ψευδαισθήσεις σε κάποιους ανθρώπους, Klaus Koch, Οι Προφήτες, (Π. Αντωνοπούλου μετ.), εκδόσεις Άρτος Ζωής, Αθήνα 2009, (τίτλος πρωτοτύπου: Klaus Koch, Die Propheten, I, II, 1995, 1988), σ. 244.

[20] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 47.

[21] Και εἶπε· πορεύθητι καί εἰπόν τῷ λαῷ τούτῳ· ἀκοῇ ἀκούσετε καί οὐ μή συνῆτε καί βλέποντες βλέψετε καί ού μη ἴδητε. ἐπαχύνθη γάρ ¨η καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καί τοῖς ὤσίν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καί τούς ἀφθαλμούς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καί τοῖς ὠσίν ἀκούσωσι καί τῆ καρδίᾳ συνῶσι, καί ἐπιστρέψωσι, καί ἰάσομαι αὐτούς.

[22] Μυρέ, Αγαπητοί Τζιχαντιστές…, σ. 25.

[23] Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός. Οὕτως ὄτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρος, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου.

[24] Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὄτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροί χαλεποί· ἔσονται γάρ οἱ .ανθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἤ φιλόθεοι, [οι παραπομπές σε κείμενα της Καινής Διαθήκης έγιναν στην 17η έκδοση της Καινής Διαθήκης, μετά συντόμου ερμηνείας, του Παν. Τρεμπέλα, Αθήναι, Ο Σωτήρ, 1973. Οι παραπομπές σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης έγινε  στην 10η  έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης κατά τους Εβδομήκοντα, Αθήναι, Η Ζωή, 1986].

[25] Ντοστογιέφσκι, Οι Δαιμονισμένοι, (Άρης Αλεξάνδρου μετ.), 3ος τόμος, εκδόσεις Γκοβόστη, σ. 310.

[26] στο ίδιο, σ. 314.

[27] στο ίδιο, σ. 325.

[28] στο ίδιο, σ. 329.

[29] στο ίδιο, σ. 334.

[30] στο ίδιο, σ. 337.

[31] στο ίδιο, σ. 344.

Πολιτισμός a la carte

αρχείο λήψης

Tα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ρατσισμού, αντισημιτισμού και τα συναφή έχουν πάντα αξία προπαγανδιστική και οπωσδήποτε υποκριτική. Μέσα από αυτά τα «ευχολόγια» εντέχνως αποκρύπτεται από το ίδιο το υποκείμενο που τα επικαλείται, η ιδιοτέλεια των κινήτρων του. Το ίδιο και με το άλλο ευχολόγιο περί «εργασίας» και «καλής οικονομίας» ή «τεχνικής». Από την εποχή που η Μεγάλη Βρετανία κήρυχνε τον πόλεμο κατά της δουλείας (τον 19ο αιώνα), την ίδια στιγμή που ήταν ο πρωτεργάτης του θεσμού!

Το ίδιο και με το θέμα «Τσουκαλά». Όπου ξαφνικά κινητοποιήθηκε όλος ο κρατικός μηχανισμός για κάποιες οπαδικές φράσεις- ίσως, κατωτέρου επιπέδου. Τελικά, αυτή η αναγωγή στον «πολιτιζμό» κάνει τους όποιους «Τσουκαλάδες» να αποκτούν ένα δίκαιο από το πουθενά [εδώ]. Η «ροζ ευαισθησία» τέτοιου είδους δεν είναι μόνο για τα «βουτυρόπαιδα», αλλά απεικονίζει μία νοοτροπία επιβολής από τα θεσμικά κέντρα, προσφέρει μία χρήσιμη «εργαλειοθήκη».

Κύριοι, δυστυχώς ή ευτυχώς, υπάρχουν και πολίτες (ακόμη) που δεν μασάνε από τα «ευχολόγια» σας. Διότι γνωρίζουν ότι το «καμουφλαρισμένο» ψέμα είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τη χειρότερη βρισιά.

The inexhaustible desire to keep talking about Marx

p8-Wolff

Despite the considerable merit of these books, none of them solves the puzzle of Marx’s career. Why didn’t he push his analysis of capitalism to the stage where he could identify the mechanism by which it would break down? We can only speculate. One possible explanation is that in the drafts that became Capital Volume 3 Marx has to face up to an issue that threatens the foundations of his economic analysis: the “transformation problem”. Briefly, if all profit comes from the exploitation of labour then highly labour-intensive industries should be more profitable than those that use little labour. But they are not. Marx allows “values” to deviate from “prices” to address this problem, but most commentators think his maths was awry, and in any case once prices no longer directly reflect labour input, much of the intuitive appeal of Marx’s economics drains away. Doing better remains a serious technical question in Marxist economics; it may be that Marx knew his own solution was half-baked, but couldn’t see how to do better. In any case he seemed to lose confidence and heart in something. Yet his published writings show no signs of any such doubt, and it is this self-confidence, together with the depth of his analysis, that even today make him such an intoxicating read.

Πηγή