Με αφορμή τη συζήτηση [εδώ], και κυρίως το τμήμα από το 30΄και εξής. Η έκπτωση του κλασικού/ρομαντικού υποδείγματος για τον Νεοελληνισμό (με αφετηρία την ίδρυση του εθνικού κράτους)- σε πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο, καταλαβαίνω- είναι ο «καθρέπτης» της αντίστοιχης έκπτωσης του Ευρωκεντρισμού, που οικοδομήθηκε και προπαγανδίστηκε σχετικά. Είναι η παραπομπή σε ένα ιδεατό παρελθόν μίας «φανταστικής» κλασικής Αρχαιότητας, που έγινε από όλους τους Ευρωπαίους και στο «βωμό» της οποίας, συνάγω, καταπολεμήθηκαν οι «τοπικότητες» και οι «αυτοχθονισμοί» ανά την Ευρώπη (και όλο τον κόσμο). Είναι μία γνωστή φιλ-Ορθόδοξη άποψη που έχει πολλά θετικά σημεία. Και είναι επίσης πολύ γοητευτική σε σχέση με τις τοπικές κουλτούρες. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τις θεωρίες για τους Γαλάτες/ Κέλτες σε σχέση με τους Φράγκους και τα συναφή. Πιστεύω, ότι πίσω από αυτή τη θεώρηση «υπολανθάνει» μία οικουμενική πολιτισμική λογική μερικοτήτων και τοπικοτήτων, που σε βάρος του «κλασικού» ή «ρομαντικού» εθνικού κράτους του 19ου αιώνα, συνάδει και συστοιχεί με την ροπή παγκοσμιοποίησης. Δεν αξιολογώ την υπολανθάνουσα ιδέα, όμως ας την έχουμε υπόψη μας.
Γιατί εορτάζουμε την αρχή και όχι το τέλος του πολέμου
Ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου έλαβε χώρα για πρώτη φορά το 1941 στην Κατοχή, μόλις ένα έτος από τη νικηφόρο επέλαση των ελληνικών στρατευμάτων, και δεν ήταν κάτι επιβεβλημένο, κατασκευασμένο άνωθεν. Τον εορτασμό καθιέρωσε αυθορμήτως ο ίδιος ο λαός. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος –καθηγητής της Νομικής Αθηνών τότε, μετέπειτα τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975-1980)– την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, στην κατάμεστη αίθουσα, εκφώνησε ομιλία προς τους φοιτητές του, ενώ εξέδωσε λακωνική πλην σαφέστατη ανακοίνωση: «Αύριο κωλύομαι να διδάξω». Ακολούθως προέτρεψε τους φοιτητές να καταθέσουν ομαδικώς άνθη στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, κάτι που εκείνη την ημέρα εστάθη αδύνατο λόγω της περιφρούρησης του χώρου από τους Ιταλούς καραμπινιέρους. Την επομένη απολύθηκε.
Την επαύριον, από το πρωί, κατόπιν προτροπής του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, χιλιάδες λαού μέχρι τις 10 π.μ. καταθέτουν άνθη στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, το οποίο ναι μεν είχε ολοκληρωθεί ως έργο από το 1933, αλλά μέχρι τότε δεν σήμαινε κάτι στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, τουναντίον, το αντιμετώπιζαν σκεπτικά. Το απόγευμα ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου υποχρεώνεται να αφήσει ο ίδιος λουλούδι στο σημείο. Κατόπιν συγκεντρώνεται ομάδα πολεμιστών του ’40, οι περισσότεροι ανάπηροι, σε καροτσάκια, να καταθέσουν άνθη στο μνημείο. Η σκηνή είναι μοναδική: οι τραυματισμένοι νικητές βρίσκονται ενώπιον των ηττημένων Ιταλών καραμπινιέρων, στους οποίους έχει ανατεθεί από τους Γερμανούς η διαφύλαξη της τάξης και η περιφρούρηση. Τα επόμενα δύο χρόνια, 1941-42, ο εορτασμός γίνεται αφορμή για συγκρούσεις με Γερμανούς και Ιταλούς από το πρωί, με πολλούς τραυματίες.
Στο δεύτερο μέρος της ομιλίας του ο καθηγητής Αγγελος Συρίγος απαρίθμησε τους λόγους για τους οποίους μας ενδιαφέρει η 28η Οκτωβρίου και ο εορτασμός της, ξεκινώντας από το γεγονός ότι η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί την απόφαση του ελληνικού λαού να πολεμήσει τις δυνάμεις του Άξονα, ενώ τα περισσότερα κράτη έχαναν, υποχωρούσαν ή συνθηκολογούσαν. Το πρωινό ανακοινωθέν της 28ης Οκτωβρίου περί της εμπλοκής της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 π.μ. της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», φέρνει στον νου και στην καρδιά τα λόγια που βάζει ο ποιητής Όμηρος στα χείλη ενός εχθρού, του Έκτορος, στην «Ιλιάδα», όταν ο Πολυδάμας τον νουθετεί ότι όλοι οι οιωνοί είναι ενάντιοι και για αυτό φρόνιμο να μην πολεμήσει: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης».
Ρεμπέτικο και Αριστερά
Πολλές φορές επιχείρησε η Αριστερά να ιδιοποιηθεί τη θυμοσοφία του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού. Αφορμή για τη συζήτηση [εδώ]. Τελικά, στην μετεμφυλιακή Ελλάδα τα κατάφερε μέσω μίας αμφίδρομης κίνησης: οι μικροαστοί κομμουνιστές περιθωριοποιήθηκαν μαζικά και ραγδαία από τη μία, και από την άλλη μεριά οι «περιθωριακοί» ρεμπέτες βγάλαν δίσκους και άρχισαν να πουλάν. Βρέθηκε το σημείο συνάντησης. Η όποια προσπάθεια προσέγγισης του ρεμπέτικου είναι εκ των προτέρων περιορισμένη: οι ρεμπέτες μιλάν με κώδικες της πιάτσας, είναι εικονοκλάστες και λειτουργούν αυτόνομα. Όπερ σημαίνει ότι μπορεί να «τρολάρει» ο Βαμβακάρης όταν λέει για τον Χίτλερ και τον Στάλιν, όσο και όταν κάνει λόγο για το 1912 «που πήραμε την Θεσσαλονίκη».
Ιδιωτικοποίηση της βίας
Είναι αλήθεια ότι η «ιδιωτικοποιημένη» βία και η άσκησή της (για όποιους σκοπούς) δεν έχει λείψει, επειδή το κρατικό μονοπώλιο στη βία επιβλήθηκε πλήρως κατά τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα- θυμίζω τις περιπτώσεις «ληστών» που τόσο γοήτευαν τον λαό για τη λεβεντιά τους. Μάλιστα, σε συνθήκες κρίσης συχνά αυτή επανεμφανίζεται, ίσως με άλλη μορφή (θυμίζω το υπόστρωμα «ληστείας» στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου). Το τραγικό συμβάν στη Β. Ήπειρο είναι μία εκδοχή αντιμετώπισης της «ιδιωτικοποιημένης βίας» από ένα κράτος που θέλει να είναι αυστηρό προς αυτό το φαινόμενο. Οπωσδήποτε, λόγω της πρόσφατης ιστορίας με τις πυραμίδες και τη διάχυτη κοινωνική εγκληματικότητα στην Αλβανία, αλλά- και είναι σημαντικό!- της παντελούς έλλειψης Ελληνικής κρατικής πολιτικής και Ελληνικής κοινωνικής ευαισθησίας απέναντι στο Βορειοηπειρωτικό, η Αλβανία θέλει να επιβάλλει τα δικά της εθνικά δίκαια με κάθε τρόπο. Στο βαθμό που επαληθευτεί ότι ο εκτελεσθείς έκανε χρήση όπλων, καταλαβαίνουμε ότι δημιουργούνται ακόμη περισσότερα προβλήματα από όσα νομίζει ένα Ελληνικό Κράτος και μία κοινωνία που συνειδητά «ξεχνάνε» υπαρκτά προβλήματα, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου μίας ιδιωτικοποιημένης βίας.
Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν τον Μουσολίνι
Ο Μάρκος γράφει το συγκεκριμένο τραγούδι το 1936 και το ηχογραφεί, πιθανότατα, το 1937. Για να ακριβολογούμε, ηχογραφεί ένα τραγούδι με την ίδια μουσική αλλά με εντελώς διαφορετικούς στίχους, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι στίχοι, πριν λογοκριθούν, από τον ίδιο το Μάρκο, έχουν ως εξής:
Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν τον Μουσολίνι
ωσάν τον Χίτλερ ζόρικος π’ ούτε ψιλή δε δίνει.
Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Έλληνες κι έχουνε απορία.
Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατ’ είσαι παλικάρι.
Ο Μάρκος πλέκει στη ρίμα του τα ονόματα τεσσάρων ηγετών που, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, καθόρισαν την πορεία των κρατών και των λαών τους και σφράγισαν μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, χωρίς να μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι τους θαυμάζει κιόλας, τουλάχιστον όχι όλους, με τον ίδιο τρόπο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον Χίτλερ, το Μουσολίνι και τον Κεμάλ χρησιμοποιεί επίθετα που τονίζουν την επιβολή («ισχυρός»-«ζόρικος»-«μεγάλη Τουρκία») ενώ, αντίθετα, με το δίστιχο για τον Στάλιν υπογραμμίζεται από τον Μάρκο η αποδοχή, η λαϊκή αποδοχή που απολάμβανε ο κομμουνιστής ηγέτης, από τους λαούς της ΕΣΣΔ αλλά και πολλά εκατομμύρια ανθρώπων σε άλλες χώρες.
Christina the Astonishing (1150-1224) (†)
We gaze up in amazement. Gertrude and I clutch each other, because we saw her dead on the floor of our house, cleaned her and dressed her and prayed over her, saw her loaded onto a cart and brought here. But now our sister is back, vibrant and fully herself. Her cries seem to be in another language, but for one refrain: “Why, why, why?”
In the hours and days and years that follow, people will report that after my sister rose from the dead and flew high into the rafters of the church she shouted about Purgatory. They will tell of her journey there and back, and to Hell and Heaven, too, and of her interview with God. They will tell how, valuing her soul above others’, He gave her the choice between eternal Paradise and a return to a life of suffering for Him on Earth. But, as I watch my sister swaying and jabbering above me in the church, all I can think is that she has returned to punish me for my hypocrisy, for crying over her body, for thinking I ever loved her.
Βιτγκενστάϊν για τη θρησκευτική πίστη
‘Οποιος ανοίγει την καρδιά του στον Θεό μέσ’ απ’ τη γεμάτη μετάνοια εξομολόγηση, την ανοίγει επίσης και στους άλλους. Χάνει μ’ αυτόν τον τρόπο την αξιοπρέπεια του εξαιρετικού ανθρώπου και γίνεται παιδί. Μ’ αυτά τα λόγια, μένει δίχως αξιώματα, αξιοπρέπεια και απόσταση από τους άλλους. Μόνο μέσα από μιαν ιδιαίτερη μορφή αγάπης μπορείς ν’ ανοιχτείς μπροστά στους άλλους. Μια αγάπη που κατά κάποιον τρόπο αναγνωρίζει πως είμαστε όλοι μας κακά παιδιά.
Είναι δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ότι η ύπαρξη του Θεού μπορεί ν’ αποδειχθεί με φυσική λογική. Εξαιτίας αυτού του δόγματος μου είναι αδύνατο να γίνω ποτέ Ρωμαιοκαθολικός. Αν πίστευα πως ο Θεός είναι ένα άλλο πλάσμα σαν κι εμένα, μόνο βεβαίως απείρως ισχυρότερο, θα θεωρούσα καθήκον μου να του αντισταθώ.
Πηγή: M. Θεοδοσίου, «Οι απόψεις του Βίτγκενσταϊν για τη θρησκευτική πίστη», στο Επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού, Άρτος Ζωής, 2018, 78.
Η συζήτηση για το Αυτοκέφαλον
Ο Μηδενισμός της Δύσης
Η πνευματική ιστορία της δύσεως, είναι η ιστορία του μηδενισμού (Nihilismus), που τον περιγράφει αξεπέραστα στο έργο του “Holzwege”: «Ο μηδενισμός είναι ένα ιστορικό κίνημα, όχι κάποια άποψη ή διδασκαλία που κάποιος αντιπροσωπεύει. Ο μηδενισμός κινεί την ιστορία σύμφωνα με μια θεμελιώδη διαδικασία, συστατική της μοίρας των λαών της δύσεως, η οποία όμως ελάχιστα έχει γίνει αντιληπτή. Για τον λόγο αυτόν, ο μηδενισμός δεν είναι μόνο ένα ιστορικό φαινόμενο μεταξύ άλλων, όχι μόνο ένα πνευματικό ρεύμα, που δίπλα στα άλλα, τον Χριστιανισμό, τον ουμανισμό και τον διαφωτισμό εμφανίζεται στην ιστορία της δύσεως.
Ο μηδενισμός είναι στην ουσία του, μάλλον το θεμελιώδες κίνημα της ιστορίας της δύσεως. Και αυτό το κίνημα έχει τέτοιο βάθος, που το ξεδίπλωμά του μόνο παγκόσμιες καταστροφές μπορεί να έχει ως συνέπεια. Ο μηδενισμός είναι το παγκόσμιο ιστορικό κίνημα των λαών της γης, που έχουν παρασυρθεί, στα νεότερα χρόνια, στην περιοχή της εξουσίας.Για τον λόγο αυτόν δεν είναι ένα φαινόμενο της παρούσας εποχής, και ούτε προϊόν του 19ου αιώνα, όπου όμως υπάρχει μια οξεία ματιά για τον μηδενισμό, και το όνομά του αρχίζει να χρησιμοποιείται. Στον ίδιο (μηδαμινό) βαθμό είναι ο μηδενισμός προϊόν μεμονωμένων εθνών, των οποίων οι στοχαστές και συγγραφείς μιλούν ειδικά για τον μηδενισμό. Αυτοί που το παίζουν αμέτοχοι, ίσως τον αναπτύσσουν με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Ανήκει στον μυστηριώδη χαρακτήρα αυτού του μυστηριώδη επισκέπτη, το να μην μπορεί να ονομάσει την καταγωγή του». (Gott ist tot, 201)
Όσο ξεκάθαρος και να είναι αυτός ο χαρακτηρισμός, αισθανόμαστε πρόκληση να προτείνουμε μια ελάχιστη διόρθωση που αφορά την δεύτερη πρόταση της πιο πάνω παραγράφου. Η πρόταση λέει πως ο μηδενισμός είναι μια θεμελιώδης διαδικασία που εκτυλίσσεται μέσα στη μοίρα των λαών της δύσεως (εσπερίας). Γιατί μόνο της δύσεως; Στην έννοια της βουδιστικής νιρβάνα εντός της ινδικής φιλοσοφίας, ο αρνητισμός της μεταφυσικής των ούτω καλούμενων ανώτερων πολιτισμών εκφράστηκε με τέτοια ένταση, που στην δύση σπάνια εκφράστηκε έτσι. Πρέπει να υποδείξουμε και τον ταοϊσμό στην Κίνα, που κινείται στα ίδια πλαίσια. Μας φαίνεται πως ο μηδενισμός τον οποίο εννοεί ο Heidegger, είναι μάλλον μια ιδιότητα της ουσίας των ανώτερων πολιτισμών, οι οποίοι υψώνονται πάνω από το επίπεδο ύπαρξης των λεγόμενων πρωτόγονων (φυσικών) λαών! Φαίνεται μάλιστα πως ο Heidegger έμμεσα δείχνει να συμφωνεί πως έχουμε δίκαιο, στην αντιπαράθεση μας προς τον όρο “δυτικοί” (λαοί). Γιατί ούτε δυο σελίδες πιο πέρα, διαβάζουμε στο έργο “Holzwege” : «Το πεδίο όπου υφίσταται ο μηδενισμός ως ουσία και ως συμβεβηκός είναι η μεταφυσική. Αυτό ισχύει με την προϋπόθεση βέβαια, πως δεν εννοούμε με το όνομα αυτό μια διδασκαλία ή ένα κλάδο της φιλοσοφίας, αλλά την θεμελιώδη δομή των υπαρκτών στο σύνολο τους, εφόσον αυτή (η δομή) μπορεί να διακριθεί σε ένα αισθητό και ένα υπεραισθητό κόσμο, και ο κόσμος φέρεται και καθορίζεται από αυτήν την δομή. Η μεταφυσική είναι ο χώρος εκείνος της ιστορίας, όπου ο υπεραισθητός κόσμος, οι ιδέες, ο Θεός, ο ηθικός νόμος, η αυθεντία της νόησης (σωφροσύνης), η πρόοδος, η ευτυχία των πολλών, η κουλτούρα και ο πολιτισμός, μοιραία χάνουν την εποικοδομητική τους δύναμη και γίνονται τιποτένια. Αυτή την κατάπτωση του υπεραισθητού την ονομάζουμε αποσύνθεσή του (ως ζωντανού οργανισμού). Η απιστία με την έννοια της έκπτωσης από την Χριστιανική πίστη και διδασκαλία, δεν είναι σε καμία περίπτωση η ουσία και το θεμέλιο (ο λόγος) του μηδενισμού, αλλά πάντα συνέπειά του. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο ίδιος ο Χριστιανισμός είναι συνέπεια και μια μορφή του μηδενισμού». (Gott ist tot, 204)
Μπαναλιτέ
O Χίτλερ ήταν, λέει, ναρκομανής [εδώ]. Ο Στάλιν θα ήταν παιδόφιλος, και ίσως ο Μάο να αποδειχθεί διεστραμμένος. Ο δυτικός πολιτισμός του βιβλίου και της δήθεν έρευνας ρίχνει νερό στο μύλο της απόλυτης ημιμάθειας. Θέματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Άφθονη διαφήμιση για την προώθηση βιβλίων δήθεν ιστορικών και επιστημονικών. Η απόλυτη δικαίωση του Χίτλερ, που ήθελε να κάψουν το σώμα του στο τέλος, για να μην το βρουν και το εκθέτουν σε μουσεία οι μεταγενέστεροι. Α, ξέχασα! Μάλλον, ζει ακόμα στην Ανδρομέδα!!!