O επίκαιρος Αλέξανδρος Κοτζιάς

Η συγγραφέας Μάρω Δούκα, για την οποία ο Κοτζιάς – μαζί με τον Τσίρκα και τον Φραγκιά – ανήκει στους πρωτοπόρους και κορυφαίους συγγραφείς της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας, θυμήθηκε τις συνομιλίες που έκανε μαζί του και ξαναδιάβασε με τους παρευρισκόμενους – σαν να επρόκειτο για ένα ολιγοσέλιδο διήγημα – την «Πολιορκία» του (1953), «ένα εμβληματικό κατά τη γνώμη μου βιβλίο που αποτύπωσε τόσο αιρετικά εκείνη την ταραγμένη εποχή και μίλησε για την εμφύλια τρομοκρατία εν τη γενέσει της». Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Κοτζιάς σε ηλικία μόλις 27 ετών θίγοντας ζητήματα που στην κυριολεξία έκαιγαν ακόμη τότε, «στον αντίποδα της δεσπόζουσας ακόμα τότε Γενιάς του ’30» όπως είπε η συγγραφέας.

Εμβληματικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι ένας Χίτης, ο σκοτεινός Μηνάς Παπαθανάσης, συνεργάτης των Γερμανών και επικεφαλής μιας ομάδας εθελοντών που διώκει τους αριστερούς υπό τον φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα τον εκτελέσουν για τη δράση του. Είναι «ένας διώκτης μπολσεβίκων από γειτονιά σε γειτονιά». Ο Κοτζιάς ήταν ΕΠΟΝίτης, στις τάξεις του ΕΑΜ μέχρι και τα Δεκεμβριανά του 1944 αλλά από τότε τράβηξε το δικό του δρόμο έξω από τις γραμμές της «επίσημης» αριστεράς, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στην ιδεολογικά προσανατολισμένη κριτική της.

«Τόλμησε να στρέψει το βλέμμα του στους κατάπτυστους σε μια εποχή που η αριστερά αναδεικνυόταν νικήτρια της άγραφης ηθικής ως ηττημένη του Εμφύλιου» υπογράμμισε η Μάρω Δούκα.

Πηγή

Πρώτη Αναγέννηση

«Δόξαζε σαν την πιο ευτυχισμένη περίοδο της «ποταπής» Ιστορίας- αληθινά «πυρετική», τρισευλογημένη εποχή- το τέλος του ιταλικού Μεσαίωνα και την πρώτη Αναγέννηση, τότε που ένα πλήθος αυτόνομα κρατίδια ανθούσαν σε ατέρμονο αλληλοσπαραγμό, χαρίζοντας την ευδαιμονία στον άνθρωπο- σε μιάν ανώτερη μάλλον έκδοση ανθρώπου, στον πολίτη- να χαρεί μια ζωή περήφανα αδέσμευτη, γεμάτη δημιουργική αξιοπρέπεια, ξέχειλη απόνα τραγικά έντονο αίσθημα ελευθερίας. Είτανε τότε που ο πολιτικός- κράμα εωσφορισμού, οίστρου καλλιτεχνικού και ρομαντικής υψηλοφροσύνης- είχε στίβο απέραντο να δράσει, να «εκμεταλλευτεί», να πλάσει από το τίποτα, ν’ ανατρέψει τα πάντα. Σ’ αυτές τις «συζητήσεις» συνήθιζε πολύ τη λέξη «αναρρίχηση».

Τότε…τότε, που τους πνίγαν σ’ ένα κουταλάκι νερό, που τους φασκιώναν με τα νήματα της αράχνης…Τώρα πια, αλίμονο, έχουμε χάσει την πλαστικότητά μα. Τότε ο άνθρωπος είταν χορευτής, ξιφομάχος, σφετεριστής. Υπήρχε ζωντανή, θερμουργός η κίνηση, το χρώμα, το Όνειρο. Ακόμα…ακόμα κ’ η απεριόριστη δυνατότητα συντριβής και μετάνοιας. «Γνωρίζανε» τότε, αλήθεια, την αμαρτία- το γοητευτικότερο δώρο που κληροδότησε στη μαζοχιζόμενη ανθρωπότητα ο Χριστός».

Πηγή: Αλέξανδρος Κοτζιάς, Η Πολιορκία, Εκδόσεις Κέδρος.

Τα δόντια της Μυλόπετρας

Πόσο εύκολοι και συνάμα επιφανειακοί είναι οι όψιμοι που ανακάλυψαν τις δεξιές ιστορίες του λεγόμενου πρώτου εμφυλίου. Δεν κάνουν ούτε τον κόπο να διαβάσουν και το καταπληκτικό αυτό βιβλίο του Κάσδαγλη, παρά μόνο το υμνούν ως αντι-αριστερή λογοτεχνία. Ρεαλιστική γραφή που δεν χρωστά σε κανέναν χάρες, βία στο έπακρο και καμία παρηγοριά, μόνο μία αγάπη και αυτή καταδικασμένη. Ας δουν λίγο τη βία της εποχής και ας αναρωτηθούν από που προέρχονταν συνήθως- πάντα με εξαιρέσεις- οι παρέες των μπλε…

Η αρχή του τέλους

Να βλέπετε James Bond, μην τον σνομπάρετε, διότι είναι καθρέφτης της κάθε εποχής. Στο Live and Let Die του 1973, βλέπουμε την παρακμή του Χάρλεμ και την αρχή της οικονομικής κρίσης που θα ξεθεμελιώσει για πάντα το μεταπολεμικό οικονομικό σύστημα. Οι φορολογούμενοι της Μ. Βρετανίας θέλουν να πιάνουν τόπο τα λεφτά τους, λέει ο προϊστάμενος του James Bond σε αυτόν.

Παλιές ιστορίες και τόσο σύγχρονες. Τα απομεινάρια μίας άλλης εποχής. Σήμερα, ο James Bond θα βοηθούσε τον κλόουν Ζελίνσκι…..

King Pedro and Inês de Castro

Όλα ξεκίνησαν τον 14ο αιώνα όταν ο πρίγκιπας Πέδρο (1320-1367), που ήταν τότε ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, γνώρισε την Constança από το Βασίλειο της Castela, την οποία αναμενόταν να παντρευτεί σε έναν προκαθορισμένο γάμο. Ο Πέδρο, ωστόσο, ερωτεύτηκε μια από τις υπηρέτριες της Contança. Το όνομά της ήταν Inês de Castro (1320 ή 1325-1355) και ανταπέδωσε την αγάπη του πρίγκιπα.

Ο Πέδρο και η Ινές είχαν μια μυστική σχέση που έγινε δημόσια μόλις πέθανε η βασίλισσα Κονστάντσα γεννώντας το παιδί του Πέδρο. Ο θάνατός της έκανε τον Πέδρο να αισθάνεται αρκετά άνετα ώστε να κάνει επίσημη τη σχέση του, αλλά ο πατέρας του, ο βασιλιάς Afonso IV, δεν είχε τίποτα από όλα αυτά και τους απαγόρευσε να παντρευτούν. Παρόλα αυτά, ο Πέδρο και η Ινές αποφάσισαν να ζήσουν μαζί στην Κοΐμπρα και ούτως ή άλλως να κάνουν παιδιά.

Ο μύθος λέει ότι τα αδέρφια της Inês είχαν μεγάλη επιρροή στον Pedro, κάτι που άρχισε να ενοχλεί τη βασιλική οικογένεια. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Pedro και η Inês υποτίθεται ότι παντρεύτηκαν έκανε τα παιδιά τους κληρονόμους του θρόνου. Σύντομα ο βασιλιάς Afonso IV αποφάσισε ότι ήταν ώρα να σκοτώσει την Inês de Castro, γι’ αυτό συγκέντρωσε μια ομάδα ανδρών και ζήτησε να τη σκοτώσουν.

Ο Πέδρο έγινε έξαλλος και ήθελε να ξεκινήσει πόλεμο με τον πατέρα του, αλλά η μητέρα του, η βασίλισσα Μπεατρίζ, έκανε έκκληση για ειρήνη και έκανε τον γιο της να εγκαταλείψει αυτή την ιδέα. Εκείνη την εποχή, ο Πέδρο ορκίστηκε επίσης να μην κυνηγήσει τους άντρες που σκότωσαν τον έρωτα της ζωής του, αλλά αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, άλλαξε γνώμη και ζήτησε να σκοτωθούν. Αυτή η ενέργεια του έδωσε το ψευδώνυμο Cruel.

Ο βασιλιάς Πέδρο και η Ινές επανενώθηκαν μετά το θάνατό τους. Μετά τον θάνατο της Inês, ο Pedro την έστεψε ως βασίλισσα, κάνοντάς την την πρώτη και μοναδική βασίλισσα της Πορτογαλίας που στέφθηκε μετά τον θάνατό της. Ο βασιλιάς Πέδρο φρόντισε να είναι ορατός αυτός ο βασιλικός τίτλος στον τάφο της και μετά διέταξε ο τάφος του να είναι δίπλα στον δικό της, για να μείνει δίπλα δίπλα για την αιωνιότητα.

Οι τάφοι κατασκευάστηκαν μεταξύ 1358 και 1367 και παρόλο που ο συγγραφέας τους είναι άγνωστος, πολλοί πιστεύουν ότι ήταν Πορτογάλος, με μερικές γαλλικές επιρροές. Οι τάφοι βρίσκονται στο Mosteiro de Alcobaça, όπως ήθελε ο βασιλιάς Pedro.

Τι περιμένουν από την Ινδία;

Τα γεωπολιτικά συμφέροντα κατά καιρούς αλλάζουν και άλλοτε πάλι παγιώνονται. Η Κίνα υποτίθεται ότι είναι με το μέρος της Ρωσίας, άρα η Ινδία ως αντίπαλος της Κίνας θα είναι με τους Δυτικούς. Εύκολες και απλοϊκές σκέψεις. Ένας βασικός λόγος των αντι-χριστιανικών διώξεων στην Ινδία- πέραν των άλλων- είναι και αυτός της συλλήβδην απόρριψης του ιδεολογικού μοντέλου της Δύσης, πολεμώντας κάθε τι χριστιανικό πολεμούν την δυτική εκκοσμίκευση και τον δυτικό μοντερνισμό, διότι πολύ απλά….

«As I explain more fully…the earliest Sangh ideologues articulated an argument that remains influential today. According to that argument, religion informs and is part and parcel of a civilizational nexus that includes culture, politics, and economics. Western forms of secularism, which attempt to remove religion from politics and other areas of life, are therefore based on an incorrect and naively minimalist understanding of religion. Additionally, the strength of any nation lies in its distinctive but comprehensive integration of religion, culture, and politics. For this reason, Western forms of secularism are a threat to the Indian nation both because they seek to differentiate religion from other aspects of civilization and because of their universalizing pretensions (as a result of which they do not respect individual nations’ distinct ways of life). Because the inseparability of religion and culture/politics/economics applies not only to India but everywhere else as well, Christianity cannot be disentangled from the Western secular modernities it helped spawn» (C. Bauman, Anti-Christian Violence in India, Cornell University, 2020, σ. 11).

Οπότε η ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας σήμερα, αύριο θα είναι μεταξύ της Δύσης και όλου του υπόλοιπου κόσμου. Κρατηθείτε…..

Ταξίδι στην Fordlandia

«They succumbed to the heat, the oppressive humidity,» Grandin says. «Wives who accompanied the men down to Fordlandia had less to do. Men, at least, were charged with trying to build the town, trying to build a plantation.»

Fordlandia isn’t just the story of a plantation; it’s a story about Ford’s ego. As disaster after disaster struck, Ford continued to pour money into the project. Not one drop of latex from Fordlandia ever made it into a Ford car.

But the more it failed, the more Ford justified the project in idealistic terms. «It increasingly was justified as a work of civilization, or as a sociological experiment,» Grandin says. One newspaper article even reported that Ford’s intent wasn’t just to cultivate rubber, but to cultivate workers and human beings.

In the end, Ford’s utopia failed. Fordlandia’s residents, ever in hope their patriarch would someday visit their Midwestern industrial town in the middle of the jungle, gave up and left.

These days, Fordlandia is quite beautiful, Grandin says. The «American» town where the managers and administrators lived is abandoned and overgrown. Weeds grow over the American-style bungalows, and bats roost in the rafters, and little red fire hydrants sit covered in vines.

Πηγή

Ταξίδι στην Γεωργία [α]

του Ηλία Μαλεβίτη, από Νέο Πλανόδιον

Κατά την διάρκεια της περεστρόϊκα παρουσιάστηκε και στην Ελλάδα η ταινία Monanieba (Η Μετάνοια, 1987) του Τενγκίζ Αμπουλάτζε. Η προβολή της έγινε αφορμή να γνωρίσουμε και τα προηγούμενα έργα του σκηνοθέτη. Πολύ σύντομα, η Ταινιοθήκη ή η Ίριδα (δεν θυμάμαι πια) έφερε την Vedreba (Η Ικεσία, 1967) και το Natvris Khe (Το δέντρο της επιθυμίας, 1977).

Ασπρόμαυρη ταινία, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη Γεωργία, η Ικεσία αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του Αμπουλάτζε. Ακατανόητη εν πολλοίς και δυσερμήνευτη ταινία, που με το πρόσχημα της αισθητικής απόλαυσης μιας ποιητικο-σουρρεαλιστικής διαδοχής εκφραστικών και καθηλωτικών εικόνων καμωνόμαστε πως κάτι καταλάβαμε, καταπώς έχουμε πράξει και με τις ταινίες του άλλου αρμενογεωργιανού ποιητή της οθόνης, του Παρατζάνοφ. Λέω δυσερμήνευτη για μας τους αμύητους, καθώς ενσωματώνει εικόνες και παραστάσεις, σημεία, χειρονομίες και σύμβολα που σχετίζονται με τελετουργικά, δοσοληψίες (ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων ή/και των πνευμάτων), αντιλήψεις και δοξασίες των Γεωργιανών, που βαστάνε αιώνες τώρα και που έχουν αξεδιάλυτα συνδέσει το καυκασιανό παγανιστικό παρελθόν με τον χριστιανισμό, που ρίζωσε νωρίς και εθνοταυτοτικά στις δασωμένες βουνοκορφές και πλαγιές του Καυκάσου.

Το έργο στηρίζεται σε δυο επικά ποιήματα του γεωργιανού βάρδου Vazha Pshavela (1861–1915), το Αλούντα Κετελάουρι και το Φιλοξενούμενος κι Οικοδεσπότης. Κεντρικό θέμα και στα δύο είναι η σχέση του ήρωα –του ατόμου– με την ομάδα –τη φυλή του– ιδίως όταν οι πράξεις του τον φέρνουν αναγκαστικά αντιμέτωπο με τα πανάρχαια, ιερά κι αμετακίνητα, στεριοθεμελιωμένα αγκωνάρια των κανόνων, που πάνω τους χτίστηκε η δύναμη κι η επιβίωση της κοινότητας. Αυτή η αδυσώπητη και σκληρή σύγκρουση γίνεται εμφανής σαν ο ήρωας θέλει να παραβεί τους αμετάθετους κανόνες χάριν ενός άλλου, υψηλότερου κι ηθικότερου, κι οδηγεί πάντα στον εξοστρακισμό του από την κοινότητα, που οχυρώνεται πεισματικά πίσω από την σθεναρή υπεράσπιση των θεσμίων της προκειμένου έτσι να εξασφαλίσει την διαιώνισή της. Η παρουσία των επών είναι τόσο κυρίαρχη σε όλη την ταινία, ώστε η αφήγησή τους καταλαμβάνει ακόμα και τον χώρο των διαλόγων μεταξύ των πρωταγωνιστών.

Το δεύτερο ποιητικό έργο του Pshavela, το Φιλοξενούμενος κι Οικοδεσπότης, που λειτουργεί κάπως σαν άξονας της ταινίας, αναπτύσσεται γύρω από την φιλοξενία που προσφέρει ο Τζοχάλα, ένας μουσουλμάνος Κιστίν, στον θανάσιμο εχθρό της φυλής του, τον χριστιανό Κεβσούρο Σβιανταούρι. Ο Σβιανταούρι, κυνηγώντας στα απόκρημνα βουνά, χάνεται και περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πια πού πάει. Ο Τζοχάλα, δεινός κυνηγός κι αυτός, τον συναντάει στο δάσος και, χωρίς ν’ αναγνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα, καθώς ο δεύτερος του την απέκρυψε, τον καλεί στο χωριό του και στον καστρόπυργό του, υπακούοντας στην ιερή κι άγραφη, φυσική επιταγή της φιλοξενίας. Κι έτσι αντάμα πορεύονται προς τον καστρόπυργό του, όπου τον καλεί να μοιραστούν τη λεία του κυνηγιού του, ένα άγριο ερίφι που κουβαλούσε στην πλάτη. Εκεί τους υποδέχεται η γυναίκα του αλλά κι ένας από τη φυλή του, που αμέσως αναγνωρίζει τον μισητό Σβιανταούρι και διαδίδει το νέο σαν αστραπή σ’ όλο το χωριό. Σύσσωμη η φυλή αποφασίζει, εν αγνοία του Τζοχάλα, να αιχμαλωτίσει τον φιλοξενούμενό του και να τον θυσιάσει στα μνήματα των αδικοχαμένων (από το χέρι του) συμπατριωτών τους. Αργά πια, σαν καταλαβαίνει το τέχνασμά τους ο Τζοχάλα, κι όταν έχουν ήδη μπει κρυφά στον πύργο του κι έχουν δέσει χειροπόδαρα τον Σβιανταούρι, αντιστέκεται, αρνείται αυτή τους την πράξη που πάει κόντρα στα πανάρχαια έθιμα της φιλοξενίας και φτάνει να σκοτώσει και κάποιον από τους ομόφυλούς του (τον Μούσα). Η τραγική ένταση είναι ακόμα πιο έκδηλη, γιατί, στη μεταξύ τους σύγκρουση και λογομαχία, του θυμίζουν οι συντοπίτες του πως ο Σβιανταούρι είναι ο φονιάς του αδερφού του. Ο Τζοχάλα όμως παραμένει αμετακίνητος στην τήρηση του απαράγραπτου νόμου της φιλοξενίας κι απαντά στις κατηγόριες των συντοπιτών του…….

Γιατί οι πλούσιοι έλκονται από την αριστερά

The first commandment of the professional class is the idea of meritocracy, which allows people to think that those on top are there because they deserve to be. With the professional class, it’s always associated with education. They deserve to be there because they worked really hard and went to a good college and to a good graduate school. They’re high achievers. Democrats are really given to credentialism in a way that Republicans aren’t.

If you look at the last few Democratic presidents, Bill Clinton and Obama, and Hillary Clinton as well, their lives are a tale of educational achievement. This is what opened up the doors of the world to them. It’s a party of who people who have gotten where they are by dint of educational accomplishment.

This produces a set of related ideas. When the Democrats, the party of the professionals, look at the economic problems of working-class people, they always see an educational problem, because they look at working class people and say, “Those people didn’t do what I did”: go and get advanced degrees, go to the right college, get the high SAT scores and study STEM or whatever.

There’s another interesting part of this ideology: this endless search for consensus. Washington is a city of professionals with advanced degrees, and Democrats look around them there and say, “We’re all intelligent people. We all went to good schools. We know what the problems are and we know what the answers are, and politics just get in the way.”

This is a very typical way of thinking for the professional class: reaching for consensus, because politics is this ugly thing that you don’t really need. You see this in Obama’s endless efforts to negotiate a grand bargain with Republicans because everybody in Washington knows the answers to the problems—we just have to get together, sit down and make an agreement. The same with Obamacare: He spent so many months trying to get Republicans to sign on, even just one or two, so that he could say it was bipartisan. It was an act of consensus. And the Republicans really played him, because they knew that’s what he’d do.

Πηγή

στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται

«Ἥξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται», (Β’ Πέτρου, 3,10).

In the mid-sixth century AD a North African writer named Verecundus sat down to compose a Latin poem. Verecundus was a good Christian, indeed a bishop. And his poem was on a good Christian subject, repentance. In its two hundred or so lines he denounces his own sinfulness, describes his sorrow and remorse, appeals to God for forgiveness, and regrets that he was ever born. Toward the close of the piece his thoughts turn to the day of judgment and the end of the world, a vast conflagration in which all things will be consumed:

Then the sea’s expanse will provide fuel for blazing pyres…
Seas, earth, and sky all become a single furnace,
mountains crumble, a burning brand sets fire to steep ridges
with immense charring; beasts, men, birds,
and whatever the collapsing sky can boast
the fiery summit of the sky enfolds in an instant.

Verecundus’s other surviving work is a commentary on Scripture, and one might naturally assume that he was thinking of the final book of the New Testament, the Apocalypse of John. The Greek apocalypsis literally means an “unhiding” or “unveiling”—hence the book’s English title, Revelation. Since what was “unveiled” to John was the end of the world, “apocalypse” has acquired a secondary sense that has long trumped its primary one. We now use it to mean a cataclysmic destruction, one that wipes out most or all life.

Perhaps surprisingly, Revelation has little to say about fire. Verecundus’s description looks instead to a verse from the Second Epistle of Peter: “The day of the Lord will come…and the elements shall melt with fervent heat, the earth also and the works that are therein shall be burned up.” But the New Testament is not the only inspiration here. For although Verecundus was a bishop, he was also a classically educated littérateur. His poem is written in hexameters, the same meter as Vergil’s Aeneid and Ovid’s Metamorphoses. And his vision of the end also reflects a long tradition of apocalyptic writing in classical thought and poetry. That tradition is the subject of Christopher Star’s new book, Apocalypse and Golden Age.

Πηγή