-Πώς θα τελειώσει, Σόφι; Πού θα φτάσει αυτή η φρικτή κατάσταση;
Φυσικά, η Σόφι καταλάβαινε τι εννοούσε λέγοντας «φρικτή κατάσταση». Αλλά ήταν ένα ήσυχο σαββατιάτικο απόγευμα. Οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο Α435, κοντά στον κόμβο του Γουίθχολ και ο ήλιος έλαμπε γαλήνια πάνω στις οροφές των αυτοκινήτων, στα σήματα, στα βενζινάδικα, στις σειρές θάμνων, στις παμπ, στα φυτώρια, στα παντοπωλεία, σε όλες τις γνώριμες τοποθεσίες της σύγχρονης Αγγλίας. Ήταν δύσκολο, εκείνη τη στιγμή, να δει τον κόσμο ως ένα φρικτό μέρος. (Ούτε ως ένα πολύ συναρπαστικό μέρος, για να λέμε την αλήθεια). Ήταν έτοιμη να δώσει μια αδιάφορη απάντηση- «Ω, ξέρετε, η ζωή συνεχίζεται», «Αυτά τα πράγματα ξεθυμαίνουν μετά από λίγο»- όταν η Έλενα πρόσθεσε:
«Ξέρεις, μάλλον είχε δίκιο. «Ποταμοί αίματος». Ήταν ο μόνος που είχε τη γενναιότητα να το εκφράσει [αναφορά στον John Enoch Powell (1912-1998), βρετανό πολιτικό, φιλόλογο, γλωσσολόγο και συγγραφέα. Τον Απρίλιο του 1968, σε έναν λόγο του στο Μπέρμιγχαμ, προειδοποίησε το ακροατήριο του για τις καταστρεπτικές συνέπειες της μετανάστευσης..αναφέρθηκε στον στίχο του Βιργιλίου, που προέβλεπε πόλεμο κατά τον οποίο ο Τίβερης θα βαφόταν στο αίμα…]
Η Σόφι πάγωσε, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, και οι κοινοτοπίες έσβησαν στα χείλη της. Η σιωπή που κυριάρχησε ανάμεσα σε εκείνη και την Έλενα ήταν τώρα βαριά. Νά το, τελικά, το θέμα που δεν έπρεπε, που δεν γινόταν να συζητηθεί. Το θέμα που δίχαζε τους ανθρώπους περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, το θέμα που πλήγωνε τους ανθρώπους περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, επειδή τους έφερνε στο σημείο να ξεγυμνωθούν, να ξεγυμνώσουν τον συνομιλητή τους και να αναγκαστούν να κοιτάξουν ο ένας τη γύμνια του άλλου, εκτεθειμένοι, δίχως να μπορούν να αποστρέψουν το βλέμμα τους. Όποια απάντηση κι αν έδινε στην Έλενα, αυτή τη στιγμή- με όποια απάντηση κι αν προσπαθούσε να εκφράσει τη γνώμη της, τη διαφορετική οπτική- θα σήμαινε, αυτομάτως, πως θα αντιμετώπιζαν την ανομολόγητη αλήθεια: ότι η Σόφι (και όλοι οι όμοιοι της) και η Έλενα (και όλοι οι όμοιοι της) μπορεί να ζουν σε απόλυτη εγγύτητα στην ίδια χώρα, αλλά παράλληλα έχουν ζήσει σε διαφορετικά σύμπαντα και αυτά τα σύμπαντα διαχωρίζονται από ένα θεόρατο, αδιαπέραστο τείχος, ένα τείχος χτισμένο από φόβο και καχυποψία, ακόμη και- ενδεχομένως- από μια μικρή δόση από εκείνα τα απόλυτα αγγλικά χαρακτηριστικά, την αμηχανία και την ντροπή. Αδύνατο ν’ αντιμετωπίσεις έστω και ένα από αυτά. Η μόνη εύλογη επιλογή ήταν να τα αγνοήσεις (αλλά για πόσο ακόμα θα παρέμενε στ’ αλήθεια εύλογη;) και για να επιμείνεις, προς το παρόν, διατηρείς την απεγνωσμένη, καθόλου παρήγορη φαντασίωση ότι όλα αυτά ήταν απλώς ένα έλασσον ζήτημα διαφορετικών απόψεων, σαν να διαφωνείς με τον γείτονα για τους χρωματικούς συνδυασμούς του σπιτιού ή για τις αρετές μιας συγκεκριμένης τηλεοπτικής εκπομπής.
Πηγή: Τζόναθαν Κοου, Μέση Αγγλία, εκδόσεις Πόλις, 2019, 133-134.