Περιπλανήσεις στην ελληνική επαρχία

hqdefault

Τα πρόσωπα στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη κινούνται στις επικράτειες της ελληνικής επαρχίας, εκτός των εθνικών οδών, στους αφανείς και ταπεινούς τόπους (λουτρά, εκκλησίες, εγκαταλειμμένα χωριά, ερημικές παραλίες)-  αναζητούν ελεύθερους χώρους και μια άλλη ταυτότητα-  αποζητούν με ένταση και επιμονή τις ανέμελες στιγμές –και ορισμένες φορές τις βρίσκουν: η Όλια να χορεύει να τσιφτετέλι ή παρέα με τον μικρό δραπέτη να περιηγείται χωρίς σκοπό και νόημα την Αρκαδία οδηγώντας, πίνοντας, καπνίζοντας και ακούγoντας Mink DeVille, η ανδρική παρέα που φλερτάρει έτσι ανέμελα και ανεύθυνα στο Ας περιμένουν… και στο Έρωτα στην χουρμαδιά.
Εδώ σ’ αυτούς τους χώρους αποκόβονται από τον αστικό ιστό και τα βάρη (συναισθηματικά ή άλλα) που εξ’ ανάγκης φέρουν, αποποιούνται των όποιων ευθυνών (συνήθως οικογενειακών), αναστέλλουν (προσωρινά ή μη) τις δεσμεύσεις τους. Ζουν επιπόλαια. Απελευθερώνονται (2).
Η επαρχία λοιπόν δεν είναι απλώς το φόντο για την ισχνή έτσι και αλλιώς δραματική πλοκή, δεν είναι ο χώρος όπου συνήθως αναπτύσσεται η σχέση (και τα κωμικά της παρεπόμενα) μεταξύ των πρωταγωνιστών, δεν μόνο είναι ένας τόπος εξερεύνησης, ούτε καν το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδήσουν για να κατακτήσουν την ηρεμία και το γαλήνεμα της ψυχής.
Η συστηματική επιλογή των ερασιτεχνών ηθοποιών εμβληματικών μορφών των τόπων, οι περιπλανήσεις στην ελληνική ενδοχώρα και οι άγνωστες και αθέατες πλευρές της που καταγράφει ο κινηματογραφικός φακός, οι ήχοι της και οι μουσικές της (είτε παραδοσιακή μουσική παιγμένη από κομπανίες τσιγγάνων, είτε σύγχρονη λαϊκή μουσική, τα “σκυλάδικα” a capella ή unplugged) είναι καθοριστικές σκηνοθετικές επιλογές: δημιουργούν ένα περιβάλλον εικόνων, ήχων και συναισθημάτων στο οποίο οι ήρωες (και θεατές) εμβαπτίζονται και προετοιμάζονται για μια διαφορετική εμπειρία. Εδώ είναι ο τόπος που θα πραγματοποιηθεί η ανάταση της ψυχής.
Ο Σταύρος Τσιώλης προσεγγίζει όλη την ελληνική ενδοχώρα με αθωότητα και παρθενιά στο βλέμμα του, και αυτό τού επιτρέπει να ανακαλύπτει μια όψη της ζωής που συχνά μας διαφεύγει. Αυτό που αντικρίζουν οι ήρωες καθώς περιηγούνται είναι ένας κόσμος καθαρός, αγνός, ευθύς, χωρίς επιτήδευση, όπου η ζωή και η καθημερινότητα παρουσιάζεται χωρίς επικαλύψεις ή ωραιοποιήσεις και το συναίσθημα είναι γνήσιο και άμεσο. Πρόσωπα όπως οι γυναίκες, ο βοσκός στο Παρακαλώ γυναίκες…, η ηλικιωμένη DJ στο Ας περιμένουν…, ο μικρός δραπέτης στο Ακατανίκητοι Εραστές ή οι τσιγγάνοι περιπλανώμενοι πωλητές έχουν την λάμψη και την αυθεντικότητα της αληθινής ζωής: με την καθαρότητα του λόγου, την αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη υπόστασή τους, την απουσία κάθε είδους ναρκισσισμού ή εκζήτησης και το ανεπιτήδευτο της παρουσίας τους απομακρύνουν τις όποιες αναμνήσεις του άστεως.

Πηγή

Με αφορμή τις δηλώσεις του Μητροπολίτη Μόρφου

mitropolitis_morfou

«Εἶπεν ο ἀββᾶς Παφνούτιος…εἶδόν τινας ὁμιλοῦντας [αἰσχρῶς] ἀλλἠλοις καί ἐστάθην δεόμενος περί τῶν ἁμαρτιῶν μου. Καί ἰδού, ἄγγελος ἦλθεν ἔχων ῥομφαίαν καί λέγει μοι· Παφνούτιε, πάντες οἱ κρίνοντες τούς ἀδελφούς αὐτῶν ἐν ταύτη τῇ ρομφαία ἀπολοῦνται. Σύ δέ, ὁτι οὐκ ἔκρινας, ἄλλ’ ἐταπείνωσας ἑαυτόν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὡς σύ τήν ἀμαρτίαν ποιήσας, διά τοῦτο τό ἄνομά σου ἐγγέγραπται ἐν βιβλίῳ ζώντων»

«Καί ἐξελθών ὁ γέρων εἶδε [τόν] ἀδελφόν ἁμαρτάνοντα μετά τοῦ παιδίου, καί ούκ ἤλεγξεν αὐτόν, λέγων· Εί ὁ Θεός ὁ πλάσας αὐτούς βλέπων οὐ καίει αὐτούς, ἐγώ τίς είμι ἵνα ἐλέγξω αὐτούς;»

Πηγή: Κ. Πιτσάκη, «Η θέση των Ομοφυλοφίλων στη Βυζαντινή Κοινωνία», στο Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο. Πρακτικά Ημερίδας, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 1993, 171-172.

Το κάλεσμα και η απόκριση

αρχείο λήψης

Griots are musicians, oral historians, praise-singers, genealogists, and storytellers found in West Africa. They are considered hereditary artisans of the spoken word. They specialize in musical instruments such as the kora, balafon, and sabar drum. In The Rapper as Modern Griot article, Tang draws the connection between rap and griot traditions in West Africa.

In 1352 the description of a griot’s job was to assist the king and nobility and transmitting the genealogies and histories through music and verbal arts. They had the power to praise or critique individuals which made them revered and feared. They would often ask for money or gifts in exchange for praise. This gave them the reputation as opportunistic. They will often sing songs with themes of polygamy, immigration, respecting your elders, and refusing drugs. Today griots continue to be verbal artists and musicians. They will normally not sing for money but are given money for their service anyways. Griots, today not only sing praise songs but thy also sing commentaries of social issues. You find many will go into politics, figures in media, or musicians. Recently the term ‘modern griot’ has appeared to mean any African or African American who is a keeper of oral history, musician, singer, and instrumentalist. In order to be a griot you must have griots in your ancestry. Many griots will perform their lineage before starting a performance.

Rappers in Senegal developed in the 1990s. They are encouraged by the youth to openly critique politicians and government, as well as address popular issues like corruption, and unemployment. Differences among these two musicians are not many. One is that griots will not speak out against a specific individual or institution where a rapper will. Another difference is griots have to be from the family. The traditions of singing and drumming are passed down. A rapper doesn’t need to inherit the musician title. Anyone can become a rapper with practice.

Πηγή

Nέος Μακρόν;

orkomosiaaa3

H ανάλυση του Γ. Καραμπελιά είναι σε πολλά της σημεία ακριβής, διότι επισημαίνει πραγματικά τις ανάγκες της κοινωνίας και την πλατφόρμα της κυβέρνησης [εδώ] Αυτό που δεν βάζει, όμως, ως παράμετρο της επιτυχίας του πειράματος Μακρόν- Μητσοτάκη, είναι η «χρεοδουλοπαροικία» (που θα έλεγε και ο Βαρουφάκης). Όσο Μακρόν και να θες να είσαι, αυτή δεν αλλάζει, και περιορίζει. Δεν μας λέει για κάτι τέτοιο. Επίσης, δεν μας αναφέρει, πόσο το «πείραμα Μακρόν» είναι επιτυχημένο γενικώς; Πόσο πετυχημένος είναι ο Μακρόν στο διεθνές προσκήνιο;

Rutger Hauer…never dies

I’ve seen things… seen things you little people wouldn’t believe. Attack ships on fire off the shoulder of Orion bright as magnesium… I rode on the back decks of a blinker and watched C-beams glitter in the dark near the Tannhäuser Gate. All those moments… they’ll be gone.

24Hauer1-jumbo

Rutger Hauer, the ruggedly handsome Dutch actor who brought a sinister intensity to villainous roles in “Blade Runner,” “Nighthawks,” “Buffy the Vampire Slayer” and other movies, died on Friday at his home in the Friesland province of the Netherlands. He was 75.

To στιλ της αμφισβήτησης και της ενίσχυσης του καταναλωτισμού

AFLfRDWv

bdc3131b7a7e5a9cbe64d74bbbc7cb72

Μέσω του στιλ οι καλλιτέχνες του χιπ χοπ διαμορφώνουν ταυτότητες οι οποίες παίζουν με τις ταξικές διαφορές και την ιεραρχία και χρησιμοποιούν εμπορεύματα προκειμένου να διεκδικήσουν το πολιτιστικό πεδίο. Τα τελετουργικά της ένδυσης και της κατανάλωσης επιβεβαιώνουν τη δύναμη της κατανάλωσης ως μέσου πολιτιστικής έκφρασης. Τα ρούχα στο χιπ χοπ είναι ένα καλό παράδειγμα αυτού του είδους οικειοποίησης και κριτικής μέσω του στιλ. Τα εξαιρετικά μεγάλα χρυσά και διαμαντένια κοσμήματα (ψεύτικα συνήθως) χλευάζουν και παράλληλα επιβεβαιώνουν τον φετιχισμό του δυτικού κόσμου με τον χρυσό. Τα ψεύτικα Gucci και τα διάφορα εμβλήματα από τον χώρο της μόδας, που κόβονται και ράβονται κατά παραγγελία πάνω σε τζάκετ, παντελόνια, καπέλα, πορτοφόλια και παπούτσια, λειτουργούν ως μία μορφή ενδυματολογικού πολέμου (ιδίως όταν αγόρια και κορίτσια που φοράνε ψεύτικα Gucci βολτάρουν στην 5η Λεωφόρο δίπλα σε κυρίες που έχουν στολιστεί με το «αληθινό πράγμα»). Η τρέλα του χιπ χοπ με τη μόδα στα τέλη της δεκαετίας του 1980-το τεράστιο πλαστικό ρολόι (ξυπνητήρι) που φοριόταν γύρω από τον λαιμό πάνω σε φόρμες γυμναστικής- υποδήλωνε την ύπαρξη αντιφατικών εντάσεων μεταξύ της εργασίας, του χρόνου και της σχόλης

Πηγή: T. Rose, «Όλοι μέσα στο νυχτερινό τρένο: Ρίμες, μουσική, χορός και γκράφιτι στη μεταβιομηχανική Νέα Υόρκη», στο Bring the noise, Δεκαπέντε κείμενα για το Χιπ Χοπ, Τέφλον, 2018, 50. 

Για να μην ξεχνιόμαστε…

kondylis

Ο Κονδύλης σημειώνει (Η Ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία):

Όπως ο κομμουνισμός συγκροτήθηκε ιστορικά ως φαινόμενο της πρακτικής πολιτικής και όχι ως ουτοπία, έτσι και η κατάρρευσή του δεν οφείλεται στην αφλογιστία της ουτοπικής επαγγελίας καθ’ εαυτήν, παρά σε λόγους πρακτικής πολιτικής, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν γονατίσει και οποιαδήποτε άλλη αυτοκρατορία

Αν,όμως, για τον Κονδύλη δεν ήταν η αποτυχία της ουτοπίας ο λόγος που οδήγησε στην πτώση του κομμουνισμού, τότε τί ήταν;

Έτσι, η σύγχρονη μαζική δημοκρατία παραμέρισε με μία και μόνη κίνηση το αντικείμενο των εννοιών «συντηρητισμός», «φιλελευθερισμός» και «σοσιαλισμός». Με την άκρα κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και την απεριόριστη κοινωνική κινητικότητα [μαζικές μεταναστεύσεις;], την οποία χρειάζεται απόλυτα για να λειτουργήσει, διέλυσε τα μεγάλα συλλογικά υποκείμενα, με τα οποία συνδέονταν οι έννοιες εκείνες όσο είχαν συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο και συγκεκριμένη ιστορική αναφορά [Πλανητική πολιτική]

Ο κομμουνισμός ως ουτοπία και πολιτικό πρόγραμμα κατέρρευσε όταν οι αρχικοί του εχθροί, η αστική τάξη και ο φιλελευθερισμός είχαν ήδη πεθάνει, καθώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σημαδεύει και το τέλος των ιδεών και των δυνάμεων που προέρχονταν από τον 19ο αιώνα [Πλανητική πολιτική]

Πηγή: A. Γουνόπουλος, «Μαρξισμός και εθνικό φαινόμενο στην σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη», περ. Ερμής ο Λόγιος, τ. 18, 118-119.

Όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο και Αλεξίου

Francesco-Tabusso-«Ragazza-di-Camparnaldo»

που έλεγε και ο Πανούσης. Όσο δίκαιο έχουν κάποιοι να μυκτηρίζουν τα ταμπού του δήθεν ελληνικού περιθωρίου, τύπου Κατερίνας Γώγου, που είναι βέβαια «ευκολάκι», διότι ποιος πιτσιρικάς εμπνέεται πλέον από την ποίηση της Γώγου, άλλο τόσο έχουν άδικο, ή μάλλον πλανώνται, ζητώντας να μην στιχουργούμε ως Γώγου, αλλά ως Σολωμοί και Κάλβοι. Είπαμε το ίδιον των νεο-συντηρητικών είναι ότι εκλαμβάνουν τον μικρόκοσμό και τα θέλω τους ως προβλήματα όλης της κοινωνίας, κάνουν δηλαδή αυτό που κάνουν και οι προοδευτικοί αντίπαλοί τους. Αμφότεροι δεν έχουν λινκ με την κοινωνία, που φυσικά ούτε με τη Γώγου ασχολείται ούτε με τον Σολωμό. Αφ΄ενός. Από την άλλη, δηλαδή, είναι προτιμότερο να ακούς τον Χαρούλη και τους Villagers of Ioannina City, γιατί έχουν δήθεν παραδοσιακό χρώμα, ή τα διάφορα ρεμπέτικα που διασώζουν βυζαντινούς δρόμους. Ποια ρεμπέτικα, και τελικά ποια δημοτική μουσική: αυτή του Πάσχα με τα cd’s; Η παράδοση είναι δύσκολο πράγμα, αδέλφια! Μην πυροβολάτε την Γώγου, τώρα στα εξήντα σας….

Μετά τον λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ

filelevtheroi_slpress.gr_-696x367

Άνθρωποι που επί δεκαετίες ψήφιζαν κόμματα της Αριστεράς, ή ΠΑΣΟΚ, τώρα εντελώς φανερά σού ομολογούν ότι προσβλέπουν στον Κυριάκο. Ιδίως όσοι πέρασαν από την ανανεωτική λεγόμενη Αριστερά και αισθάνονται προδομένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ και αηδιασμένοι από την αισθητική της εξουσίας του (πολλοί είναι τέτοιοι), βλέπουν στον Μητσοτάκη μια ελπίδα, ένα νέο Σημίτη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι είχαν στηρίξει και τον Σημίτη την εποχή του.

Ιδεώδη αστικά που έχουν να κάνουν με το ύφος της πολιτικής, όπως η ευπρέπεια, οι καλοί τρόποι, οι χαμηλοί τόνοι, αλλά και την ουσία της, όπως η τάξη και η ασφάλεια, επιστρέφουν δυναμικά στο προσκήνιο. Αν η αλλαγή ήταν το σύνθημα που μεσουράνησε από το 1981 ως το 2015, τώρα υποκαθίσταται από το αίτημα της «κανονικότητας». Αλλαγές όπως αυτές του ωραρίου των σχολείων δεν είναι ήσσονος ενδιαφέροντος: συμβολίζουν αυτή την ανάγκη για στροφή-επιστροφή στην κανονικότητα. Ο θρησκευτικός όρκος, η γραβάτα, το «όταν λέμε 9, εννοούμε 9», επίσης.

Neue Bürgerlichkeit ή νέα «αστικότητα»

Και η ανατίμηση όλων αυτών των πραγμάτων περνάει, μεταβιβάζεται στη δημοσιότητα μέσω των διανοουμένων. Και αλλού έχουμε τέτοια φαινόμενα. Οι Γερμανοί μιλούν για την «neue Bürgerlichkeit», τη νέα «αστικότητα». Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ, όμως, με ανασύσταση του «συντηρητισμού»: στις οικονομικές τους επαγγελίες οι νεοαστοί είναι φιλελεύθεροι ριζοσπάστες: αμετανόητοι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης, του κοσμοπολιτισμού, της «ανοιχτής κοινωνίας», της «ευελασφάλειας».

Επειδή, όμως, έστω και υποσυνείδητα, αντιλαμβάνονται πόσο αντιπαθές είναι στα πλατιά στρώματα το ιδεώδες τους, προς τα έξω το αντισταθμίζουν ψυχικά με μια πολιτική των συμβόλων. Η αντίφαση είναι βεβαίως προφανής, και θα φανεί σύντομα. Σε ένα σύστημα που επικαλείται, που εξιδανικεύει μάλιστα την διαρκή διακινδύνευση και όπου η σταθερότητα της εργασίας και του εισοδήματος είναι μνήμες νοσταλγικές, κανένα πρωινό εγερτήριο δεν λύνει το πρόβλημα. Δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία ή την κατάρρευση του «κέντρου», του βιοτικού εκείνου πυρήνα, για την καταστροφή του οποίου μας μίλησαν ένας Λορεντζάτος ή ένας Γέητς.

Παρ’ όλα αυτά και ο νόστος, ως δύναμη πολιτική, μπορεί να είναι κρίσιμος για ένα διάστημα. Σε κάθε περίπτωση, ο αιώνιος αντικομφορμισμός της Αριστεράς την παρούσα στιγμή μοιάζει γερασμένος, κουρασμένος, passé. Όπως ακριβώς και οι δεσμοί της με τον κόσμο της διανόησης και της τέχνης.

Πηγή