800px-Rotonta_Thessaloniki

Πηγή

Οι ανακοινώσεις και οι διαμάχες για τον διαπολιτισμικό χαρακτήρα της Ροτόντας στην Θεσσαλονίκη, για το αν πρέπει να τιμάται και να επισκέπτεται ως μνημείο ή να λειτουργεί ως ιερός Ναός, δεν είναι παρά «κενές περιεχομένου» αντιμαχίες. Βρέθηκε ένα ακόμη πεδίο σύγκρουσης των «εθνικιστών» με τους «εθνοπροδότες», στη κοινή βάση βέβαια ενός διάχυτου λαϊκισμού- καθώς ακόμη και ο Μητροπολίτης Άνθιμος ζητά στην τελική των αναλύσεων δημοψήφισμα για την τοποθέτηση σταυρού στην εκκλησία (τότε αλήθεια τι εκκλησία μπορεί να είναι εάν δεν έχει σταυρό;)

Η αλήθεια είναι όμως ότι οι διαδοχικές μετατροπές της Ροτόντας (ρωμαϊκό μνημείο, βυζαντινός ναός, τζαμί, μουσείο) σηματοδοτούν ένα παρελθόν που δεν είναι αναλλοίωτο ή αβέβαιο. Το παρελθόν πάντα αντιστέκεται στις ερμηνευτικές νομιμοποιήσεις του παρόντος, και αναδύεται θριαμβευτικά. Το ίδιο το παρόν μπορεί να υποστηρίζει διαφορετικές μνήμες [1], αρκεί οι μνήμες αυτές να υπάρχουν. Δηλαδή εάν υπάρχει η κοινωνική ανάγκη της ρωμαϊκής μνήμης της Ροτόντας, αυτή θα αναδειχθεί πραγματικά- δεν θα περίμενε τις παρεμβάσεις δημάρχων και υπουργών. 

Τελικά το κριτήριο είναι η υπαρξιακή αγωνία. Και υπαρξιακή αγωνία σημαίνει πολιτισμός. Όσο και να ξενίζει το σύγχρονο υποκείμενο, οι «τόποι» και οι «μνήμες» δεν είναι wikipedia. Η συλλογική μνήμη συγκροτείται εκτός νεωτερικού χρόνου και επιστημονικού πεδίου. Το παράδειγμα του κινηματογράφου ενός Κουτσαφτή ή ενός Αγγελόπουλου είναι χαρακτηριστικό: η αρχέγονη μνήμη της αρχαίας Ελευσίνας (Αγέλαστος Πέτρα) ή των ληστών της υπαίθρου (Μεγαλέξανδρος) μεταγράφεται σε ένα ζωντανό παρόν. Τα καθημερινά, «διπλανά» πρόσωπα των τόπων ανακαλούν τους παρελθόντες ήρωες, το τοπίο είναι το ίδιο με αυτό που βίωναν οι παλαιότερες γενιές, ο Μεγαλέξανδρος είναι ταυτόχρονα αρχαίος ήρωας, ληστής του 19ου αιώνα και Ελασίτης αντάρτης στα βουνά. Ο ιστορικός χρόνος συνθλίβεται στο φιλμικό παρόν, στο οποίο όμως συνυπάρχουν οι χρόνοι του έθνους [2].