Στο Αργοστόλι επι των ημερών του Παπά-Μπασιά ζούσε μια οικογένεια αρχοντική και πολύ πλούσια, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομα της οικογένειας, ήτις απετελείτο από τέσσερα άτομα, τον σύζυγον, την σύζυγον και δύο άρρενα τέκνα. Μετά πάροδον ετών απέθανεν ο σύζυγος και έμεινε η χήρα με τα δύο τέκνα της. Αυτή επεδόθη εις το να διαπαιδαγωγή και νουθετή τα τέκνα της επί το χριστιανικώτερον, συνάμα επεξέτεινε την ανθρωπιστική δράσιν της, βοηθούσα κάθε πτωχόν, επισκεπτόμενη ασθενείς και βοηθούσα αυτούς, επισκεπτόμενη ασθενείς εις νοσοκομείον και καταδίκους εν φυλακαίς. Όταν τα τέκνα της έφθασαν εις ηλικίαν το μεν πρώτον εις 21 ετών, ένα βράδυ καθήμενοι μετά το δείπνον εις την τραπεζαρίαν, το πρώτον τέκνον ησθάνθη έναν ισχυρόν πόνον εις την κεφαλήν, αμέσως έπεσε κάτω αναίσθητον, το έβαλαν εις το κρεβάτι καλέσαντες παραυτα τον ιατρόν, ούτος διεπίστωσε σοβαρωτάτην κατάστασιν, προετοιμάσας την κυρίαν δια το μοιραίον. Η κυρία ακούσασα αυτά που της είπεν ο ιατρός κατέφυγε εις το εικονοστάσιον της οικίας της και γονυκλινής όλην την νύκτα εδέετο εις την Παναγίαν δια την σωτηρίαν του υιού της. Το πρωΐ δυστυχώς απεβίωσεων το παιδί της. Αύτη παρ’ όλο το πένθος και την μεγάλη λύπην εξ ης κατείχετο, συνέχισε την χριστιανική και την ανθρωπιστική δράσιν της. Μετά πάροδον όμως ενός έτους, ένα βράδυ ευρισκομένη πάλιν μετά του ετέρου υιού της εις την τραπεζαρίαν βλέπει απροόπτως το παιδί της να βγάζη μίαν κραυγήν πόνου και να πίπτη κάτω αναίσθητο όπως και το πρώτο της παιδί. Αμέσως κάλεσε τον ιατρόν όστις διεπίστωσε την ιδίαν περίπτωσιν με το πρώτο της παιδί, αποφανθείς ότι δεν υπάρχει ουδεμία ελπίς διασώσεως αυτού. Αύτη κλαίουσα και εν απελπισία ευρισκομένη κατέφυγεν πάλιν εις το εικονοστάσιον της οικίας της και γονυκλινής όλην την νύκτα μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεόν..

Τότε η κυρία εκμανείσα μετεβλήθη εις θηρίον ανήμερον, παύσασα τελείως την προηγουμένην δράσιν της, υβρίζουσα συνεχώς τον Θεόν και τους αγίους μη δεχομ΄πενη κανένα εις την οικία της. Έδωσε δύο φωτογραφίες των παιδιών της εις καλόν ζωγράφον να της φτιάξη τα δύο πορτραίτα εις φυσικόν μέγεθος, τα οποία όταν ο ζωγράφος της παρέδωσεων αύτη τα επλαισίωσε με πολυθτελή πλαίσια και εκκενώσασα των επίπλων το σαλόνι της τα εκρέμασεν εις τους δύο τοίχους, το έν απέναντι του άλλου, καλύψασα αυτά δι’ υφάσματος και τοποθετήσασα κάτωθεν αυτών από ένα κηροπήγιον με μίαν λαμπάδα τας οποίας κάθε τόσον ήναπτε και ατενίζουσα τα τέκνα της συζητούσε με αυτά.

Μίαν των ημερών, ο Παπά-Μπασιάς εμβάς εις πλοιάριον από εκείνα που την εποχήν εκείνην εκτελούσαν το πέρασμα Ληξουρίου-Αργοστολίου, επήγε εις Αργοστόλιον. Εξελθών του πλοιαρίου με την ράβδον του σιγά σιγά επήγαινε κατευθείαν εις την οικίαν της κυρίας αυτής. Φθάσας εκεί, εκτύπησε την θύρα, βγήκε εις το παράθυρον η κυρία και ιδούσα τον Παπά- Μπασιά τον οποίον δεν εγνώριζε εξεμάνη, υβρίζουσα αυτόν με τας χυδαιοτέρας φράσεις. Ο Παπα-Μπασιάς, δίχως να ταραχθή, ήρεμα ήρεμα την παρεκάλεσε δια τρίτην φοράν να του ανοίξη που ήθεκε κάτι να της πη. Αύτη έτι περισσότερον συνέχισε να τον υβρίζη. Τότε ο Παπά-Μπασιάς είπε: «ή μου ανοίγεις ή ανοίγω», και με την ράβδον του έκανε το σημείον του σταυρού εις την πόρταν ήτις αυτομάτως ήνοιξε και ήρχισεν ο Παπά-Μπασιάς να ανέρχεται την κλίμακα.

Η κυρία ιδούσα αυτό που έγινε έμεινεν άφωνος μη δυναμένη να εκστομίση ούτε λέξιν. Ο Παπα-Μπασιάς προχώρησε κατ’ ευθείαν εις το σαλόνι, ειπών εις την κυρίαν να τον ακολουθήση. Ήνοιξε την θύραν του σαλονιού και λέγει εις την κυρίαν κάθισε εις την γωνίαν και θα ιδής κάτι που δεν το περίμενες. Σταθείς επ’ ολίγον εις προσευχήν ο Παπα-Μπασιάς, βλέπει η κυρία να σηκώνονται τα δύο σκεπάσματα των εικόνων των παιδιών της και να κατέρχονται ζωντανά εις το μέσον του δωματίου, να εξάγουν ταυτοχρόνως δύο περίστροφα, ταυτοχρόνως να πυροβολή ο ένας τον άλλον και οι δύο ταυτοχρόνως να πίπτουν νεκροί επί του δαπέδου. Κατόπιν του γεγονότος αυτού ευρέθησαν τα πορτραίτα ως πρότερον σαν να μην είχε συμβή τίποτε.

Η κυρία άφωνος και τρομαγμένη παρακολουθούσε τα διατρέξαντα και τότε ο Παπά-Μπασιάς της λέγει, Κυρία μου, ο Θεός δια να σε αγαπά σε φύλαξε να μη ιδής αυτό που είδες τώρα και επήρε μαζί του τα δύο τέκνα σου δια φυσικού θανάτου, διότι τα δύο σου τέκνα είχαν αγαπήσει μίαν και την αυτήν γυναίκα, και επρόκειτο να σκοτωθούν δια του τρόπου που είδες δι’ αυτήν. Ως εκ τούτου να μεταμεληθής και να ευχαριστής τον Θεόν και να συνεχίσης την προτέραν σου χριστιανικήν δράσιν.

Πηγή: Πρωτ. Κων/νου Γ. Γκέλη, Ο Άγιος Παναγής Μπασιάς (Παπά-Μπασιάς). 1801-1888, Αθήναι 1987.

Σχολιάστε