usa-1327105_1280

Με το πέρασμα του χρόνου, το Δημοκρατικό Κόμμα έχει καταστεί όργανο της μεσαίας και ανώτερης τάξης με πανεπιστημιακούς τίτλους. Προβάλλοντας τα σύμβολα της «πολυποικιλότητάς» του, κατόρθωσε να κατακτήσει τη συντριπτική πλειοψηφία της ισπανόφωνης και αφροαμερικανικής ψήφου και, βασισμένο στα συνδικάτα, διατήρησε μια εργατική εκλογική βάση. Όμως το όραμά του για την πρόοδο δεν προάγει πλέον την ισότητα. Άλλοτε ατομικιστικό και πατερναλιστικό (προτροπή για περισσότερη προσπάθεια), άλλοτε αξιοκρατικό (προτροπή για περισσότερες σπουδές), δεν προσφέρει καμία προοπτική στην «περιφέρεια» της Αμερικής που, μακριά από τις ακτές, μένει στο περιθώριο της ευημερίας των μεγάλων παγκόσμιων μητροπόλεων, των ποταμών πλούτου της Γουόλ Στριτ και της Σίλικον Βάλεϊ. Και η οποία βλέπει να εξαφανίζονται οι βιομηχανικές θέσεις εργασίας, που υπήρξαν δομικός μηχανισμός στήριξης μιας μεσαίας αστικής τάξης με περιορισμένες σπουδές, αλλά σχετικά σίγουρης για το μέλλον της.

Σε αυτή τη μεσαία τάξη και στους φτωχούς «μέσους Λευκούς», το Ρεπουμπλικανικό κόμμα πριν από τον Τραμπ δεν είχε τίποτα να προτείνει. Ο στόχος του στην πραγματικότητα ήταν να μειώσει τη φορολογία για τους επιχειρηματικούς κύκλους, να τους επιτρέπει να εξάγουν και να επενδύουν στο εξωτερικό. Εντούτοις, μιλώντας στους Λευκούς εργαζόμενους και προλετάριους για την πατρίδα, τη θρησκεία και την ηθική, και υπερτονίζοντας την καταπίεση της βαθειάς Αμερικής από τις επιδοτούμενες μειονότητες και τους ψηλομύτηδες διανοούμενους, οι συντηρητικοί είχαν για χρόνια εξασφαλισμένο ότι τα θύματα της οικονομικής και εμπορικής πολιτικής τους θα συνέχιζαν να τους χρησιμεύουν ως κιμάς για τα εκλογικά κανόνια τους (7).

Όμως η δημοτικότητα του Τραμπ σε αυτό το κοινό οφείλεται σε άλλους παράγοντες. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας από τη Νέα Υόρκη, αντί να τους μιλάει για τη Βίβλο και το δικαίωμα οπλοφορίας, τους μιλάει για βιομηχανίες που πρέπει να προστατευτούν και για συμφωνίες που πρέπει να καταγγελθούν. Η Κλίντον προφανώς και δεν κέρδισε τη συμπάθεια αυτών των οργισμένων εκλογέων χαρακτηρίζοντας την πλειοψηφία τους «ένα σύνολο θλιβερών ανθρώπων», αποτελούμενο από «ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικούς, ξενόφοβικούς και ισλαμόφοβους». Αυτή η τόσο μεγάλης κλίμακας ψυχολογική διάγνωση διατυπώθηκε σε μια εκδήλωση συγκέντρωσης χρημάτων ενώπιον ενός άλλου «συνόλου ανθρώπων», υπέροχων αυτή τη φορά, μιας και είχαν πληρώσει ακριβά για να την ακούσουν.

Μια εκλογική διαδικασία που σημαδεύτηκε από τέτοιες ιδεολογικές συγχύσεις, ακόμα και από μια επιθυμία ανατροπής, μπορεί να καταλήξει με την εκλογή της υποψήφιας του κατεστημένου; Ναι, από τη στιγμή που έχει ως αντίπαλο ένα αουτσάιντερ ακόμα πιο απεχθές από εκείνη. Κατά βάθος, αυτή είναι η βασική «νόθευση». Χαρακτηρίζει και άλλες χώρες εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε παρόμοια θέση θα μπορούσε να βρεθεί η Γαλλία του χρόνου: η λαϊκή οργή ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, το κοινωνικό απαρτχάιντ και τη συνενοχή των ελίτ να παρακάμπτεται από ένα πολιτικό παιχνίδι που σε κάθε περίπτωση φροντίζει η πίτα να πέφτει πάντα από τη λάθος μεριά.

Και καθώς τίποτα το απρόβλεπτο δεν μπορούσε να έρθει από τη μεριά της Κλίντον –καθώς, περιστοιχιζόμενη από ειδικούς, δημοσκόπους, διαφημιστές, υπολογίζει τα πάντα με προσέγγιση χιλιοστού– ο Τράμπ αποφάσισε να ανατρέψει τα δεδομένα. Και το έκανε πετώντας στα σκουπίδια τη στρατηγική που είχε χαράξει το κόμμα του πριν από τέσσερα χρόνια.

ΠΗΓΗ

Σχολιάστε